ἐρηρέδαται: Difference between revisions
From LSJ
ἐν μὲν γὰρ ταῖς ἐπιστολαῖς αὐτοῦ οὐδὲ μνήμην τῆς οἰκείας προσηγορίας ποιεῖται, ἢ πρεσβύτερον ἑαυτὸν ὀνομάζει, οὐδαμοῦ δὲ ἀπόστολον οὐδ' εὐαγγελιστήν (Eusebius, Demonstratio evangelica 3.5.88) → For in his epistles he doesn't even make mention of his own name — or simply calls himself the elder, but nowhere apostle or evangelist.
(14) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρηρέδαται]] (Α)<br />ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ερείδω]]. | |mltxt=[[ἐρηρέδαται]] (Α)<br />ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. [[ερείδω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐρηρέδᾰται:''' -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του [[ἐρείδω]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ἐρήμ-ατο,
A v. ἐρείδω.
German (Pape)
[Seite 1027] 3. Pers. perf. pass. zu ἐρείδω, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρηρέδᾰται: -ατο, ἴδε ἐρείδω.
French (Bailly abrégé)
3ᵉ pl. épq. Pass. de ἐρείδω.
English (Autenrieth)
see ἐρείδω.
Greek Monolingual
ἐρηρέδαται (Α)
ιων. τ. γ’ πληθ. πρόσ. παθ. παρακμ. του ρ. ερείδω.
Greek Monotonic
ἐρηρέδᾰται: -ατο, Επικ. γʹ πληθ. Παθ. παρακ. και υπερσ. του ἐρείδω.