ἐπήλυσις: Difference between revisions
From LSJ
γραμματική ἐστιν ἐμπειρία τῶν παρὰ ποιηταῖς τε καὶ συγγραφεῦσιν ὡς ἐπὶ τὸ πολὺ λεγομένων → grammar is a practical knowledge of the usage of poets and writers of prose
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=εως (ἡ) :<br />choc, attaque.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι. | |btext=εως (ἡ) :<br />choc, attaque.<br />'''Étymologie:''' ἐπελεύσομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπήλῠσις:''' -εως, ἡ ([[ἔπηλυς]]), [[πλησίασμα]], [[προσέγγιση]], [[έφοδος]], σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,
A approach, assault, Opp.H.4.228; πτερύγων AP5.267 (Paul. Sil.); βαρβάρων Heph.Astr.1.21.
German (Pape)
[Seite 920] ἡ, das Hinzukommen; Opp. Hal. 4, 228; Paul. Sil. 20 (V, 268).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπήλῠσις: -εως, ἡ, (ἔπηλυς) ἐφόρμησις, ἔφοδος, Ὀππ. Ἁλ. 4. 228, Ἀνθ. Π. 5. 268, καὶ καθ’ Ἡσύχ., «ἐπήλυσις· ἔφοδος. ἐπαγωγή».
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
choc, attaque.
Étymologie: ἐπελεύσομαι.
Greek Monotonic
ἐπήλῠσις: -εως, ἡ (ἔπηλυς), πλησίασμα, προσέγγιση, έφοδος, σε Ανθ.