ἐπαγωγή
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
ἡ,
A bringing on or bringing to, τῶν ἐπιτηδείων Th.5.82,7.24.
2 bringing in to one's aid, introduction, τὴν τῶν Ἀθηναίων ἐπαγωγήν Id.3.100, cf. 82 (pl.); introduction of food through the gullet, Arist.Spir.483a9.
3 invasion, attack, ἐπὶ τοὺς ἐναντίους Plb.10.23.7: abs., Id.11.15.7.
4 allurement, enticement, ταῖς ἐλπίσι καὶ ταῖς ἐ. D.19.322.
b incantation, spell, in plural, Pl.R.364c, Lg.933d; Ἑκάτης φάσκων ἐπαγωγὴν γεγονέναι saying that Hecate had put it under a spell, Thphr. Char.16.7.
5 process of reasoning, Aristox.Harm.pp.4,53M.
b especially in the Logic of Aristotle, argument by induction (cf. ἐπάγω 1.10b), ἐ. ἡ ἀπὸ τῶν καθ' ἕκαστον ἐπὶ τὰ καθόλου ἔφοδος Top.105a13; μανθάνομεν ἢ ἐπαγωγῇ ἢ ἀποδείξει APo.81a40; διδασκαλία . . ἡ μὲν δι' ἐπαγωγῆς ἡ δὲ συλλογισμῷ EN1139b27; ἔστι τὸ μὲν παράδειγμα ἐ., τὸ δ' ἐνθύμημα συλλογισμός Rh.1356b3; so later συλλογισμοὺς ἢ ἐπαγωγὰς περαίνοντας Polystr.p.11 W., cf. Plot.2.4.6, etc.; also of dialectical argument which leads an opponent into a trap, Gell.6(7).3.34, D.L.3.53.
6 in Tactics, sequence formation, one wing following the other, opp. παραγωγή, Ascl.Tact.10.1,11.2,4.
7 leading away into captivity, captivity, LXX Is.14.17: generally, distress, misery, ib.Si.23.14 (pl.), cf. Hsch.
8 ἡ τῆς τριχὸς ἐπαγωγή direction of growth, D.S.3.35.
German (Pape)
[Seite 894] ἡ, – a) das Herbeiführen, Herbeischaffen, τῶν ἐπιτηδείων Thuc. 5, 82; συμμαχίας, fremder Hülfe zur Unterstützung, 3, 82. – b) das Anrücken, der Anmarsch (vgl. ἐπάγω 1 a), Thuc. 3, 100; αἱ ἐπὶ τοὺς ἐναντίους Pol. 10, 21, 7 u. öfter; Gegensatz ὑποχώρησις D. Hal. 8, 67. – c) nach Tim. lex. ἀγωγαὶ δαίμονος φαύλου ἐπί τινα γενόμεναι, Erkl. zu Plat. Legg. XI, 933 d, wo ἐπαγωγαὶ καὶ ἐπῳδαί verbunden Beschwörungen (unterirdischer Gottheiten) gegen Einen bedeuten, vgl. Rep. II, 364 c; τοῖς ἐχθροῖς Luc. Alex. 5; de merced. cond. 40; Han. 4, 364. Vgl. Lobeck Aglaopham. S. 221 ff. – d) in der Rhetorik die Induction, daß man aus dem Einzelnen das Allgemeine folgert (Arist. Top. 1, 10 ἡ ἀπὸ τῶν καθέκαστα ἐπὶ τὰ καθόλου ἔφοδος), durch Anführung ähnlicher Fälle den Beweis führt, Arist. rhet. 1, 2 u. sonst; Sext. Emp. Pyrrh. 2, 204.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
action d'amener dans, vers ou sur :
1 importation, introduction;
2 action d'amener à son aide;
3 évocation des divinités infernales;
4 t. de log. ARSTT l'induction.
Étymologie: ἐπάγω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπᾰγωγή: ἡ
1 привоз, доставка (τῶν ἐπιτηδείων Thuc.);
2 (sc. τῆς τροφῆς) поглощение пищи (ἀναπνοὴ καὶ ἐ. Arst.);
3 приведение: ἐπαγωγὰς ζωῆς τε καὶ θανάτου ποιεῖν Plut. осуществлять чередование жизни и смерти;
4 привлечение (на свою сторону, на помощь) (τῶν Ἀθηναίων Thuc.): αἱ ἐπαγωγαί (sc. ξυμμαχίας) Thuc. способы привлечения к себе союзников;
5 наступление, нападение (αἱ ἐπὶ τοὺς ἐναντίους ἐπαγωγαί Polyb.);
6 заманивание (в ловушку), западня (τοῖς ἐχθροῖς Luc.);
7 вызывание подземных божеств, заклинание (ἐπαγωγαὶ ἢ ἐπῳδαί Plat.);
8 лог. (умозаключение от частного к общему) заключение от частного к общему, индукция (ἡ ἐ. ἡ ἀπὸ τῶν καθ᾽ ἕκαστα ἐπὶ τὰ καθόλου ἔφοδός, sc. ἐστιν Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπαγωγή: ἡ, τὸ ἐπάγειν, εἰσάγειν, εἰσαγωγή, ἐπαγωγὴ τῶν ἐπιτηδείων Θουκ. 5. 82., 7. 24. 2) πέμψαι στρατιὰν ἐπὶ Ναύπακτον διὰ τὴν τῶν Ἀθηναίων ἐπαγωγήν, «ἐφ’ οἷς οἱ Ναυπάκτιοι ἐπηγάγοντο Ἀθηναίους εἰς συμμαχίαν κατὰ τῶν Αἰτωλῶν πρότερον» (Δούκας), ὁ αὐτὸς 3. 100· εἰσαγωγὴ τροφῆς διὰ τοῦ φάρυγγος, Ἀριστ. π. Πνεύμ. 4. 7. 3) ἐπίθεσις, ἔφοδος, κατὰ τὴν ἐπαγωγὴν Πολύβ. 11. 15, 7. 4) τὸ ἐπάγεσθαι τὴν βοήθειαν ἢ τὴν συμμαχίαν τινός, ῥᾳδίως αἱ ἐπαγωγαί.. ἐπορίζοντο Θουκ. 3, 82, πρβλ. πορίζω: ― ἐπίκλησις εἰς τοὺς ὑποχθονίους θεούς, ἐπαγωγαῖς τισι... τοὺς θεούς... πείθοντές σφισιν ὑπηρετεῖν Πλάτ. Πολ. 364C. Νόμ. 933D, πρβλ. Ruhnk. Τίμ., Λοβέκκ. Ἀγλαόφ. 221 κ. ἑξ. 5) ἐν τῇ λογικῇ, τρόπος τοῦ σκέπτεσθαι, καθ’ ὃν φέρει τις πολλὰ κατὰ μέρος παραδείγματα, ὅπως δι’ αὐτῶν καταλήξῃ εἰς καθολικὸν συμπέρασμα, ἐπαγ. ἡ ἀπὸ τῶν καθ’ ἕκαστα ἐπὶ τὰ καθόλου ἔφοδος Ἀριστ. Τοπ. 1. 12, πρβλ, Ἀναλυτ. Πρ. 2. 23, 2, Ἀναλυτ. Ὕστ. 1. 18· καλεῖται δὲ ἡ μέθοδος αὕτη τοῦ συμπεραίνειν inductio ὑπὸ τοῦ Κικέρωνος, Τοπ. 1. 10· πρβλ. ἐπάγω Ι. 10, συλλογισμός ΙΙ. 6) ἐν τῇ τακτικῇ, τὸ ἄγειν ἓν στρατιωτικὸν σῶμα ὄπισθεν ἑτέρου, Ἀρρ. Τακτ. 6. 65, πρβλ. Σουΐδ. ἐν λ. παραγωγὴ Ι. 2. 7) ἀπαγωγὴ εἰς αἰχμαλωσίαν, αἰχμαλωσία, Ἑβδ. (Δευτ. ΛΒ΄, 36): καθόλου, θλῖψις, συμφορά, αὐτόθι (Σειράχ ΚΓ΄, 11), πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λέξει.
Greek Monolingual
η (AM ἐπαγωγή) επάγω
η ενέργεια και το αποτέλεσμα του επάγω και επάγομαι
νεοελλ.
1. (λογ.) η συναγωγή γενικού συμπεράσματος από πολλές επιμέρους κρίσεις
2. φυσ. η διέγερση ηλεκτρικής τάσεως ή ανάπτυξη μαγνητικού πεδίου με ηλεκτρικά ρεύματα ή με μαγνήτες
(«ρεύμα εξ επαγωγής»)
3. φρ. α) «επαγωγή όρκου» — η πρόσκληση προς τον αντίδικο να βεβαιώσει ενόρκως τους ισχυρισμούς του
β) «επαγωγή κληρονομιάς» — πρόσκληση ενός προσώπου να συμμετάσχει στην κληρονομιά συγγενούς που πέθανε
μσν.
εκκλ. (για λείψανα αγίων) προσκομιδή («ἡ τῆς τιμίας τοῦ Προδρόμου χειρὸς ἐπαγωγὴ καὶ άνάκλησις», Μηναία)
μσν.-αρχ.
θέλγητρο, δόλωμα
αρχ.
1. εισαγωγή («ἤν τῆς γῆς εἴργωνται, ἡ... ἐπαγωγὴ τῶν ἐπιτηδείων», Θουκ.)
2. πρόσκληση σε συμμαχία και παροχή βοήθειας («διὰ τήν τῶν Ἀθηναίων ἐπαγωγήν», Θουκ.)
3. εισαγωγή τροφής από τον φάρυγγα
4. επίθεση, έφοδος («τὰς ἐπαγωγὰς τὰς ἐπὶ τοὺς ὲναντίους», Πολ.)
5. επωδή, γοητεία, φίλτρο («καὶ πυκνὰ δὲ τὴν οἰκίαν καθᾱραι δεινός, Ἑκάτης φάσκων ἐπαγωγήν γεγονέναι», Θεόφρ.)
6. προοδευτική πορεία συλλογισμού
7. (αριστοτ. λογ.) η συναγωγή γενικού συμπεράσματος από πολλές επιμέρους αληθινές κρίσεις
8. (στη στρατιωτ. τακτική) σχηματισμός κατά τον οποίο η μια μονάδα ακολουθούσε την άλλη
9. αιχμαλωσία
10. θλίψη, συμφορά
11. η διεύθυνση που παίρνουν οι τρίχες όταν μεγαλώνουν
12. (αρχ. δίκ.) αξίωση, απαίτηση.
Spanish
Greek Monotonic
ἐπᾰγωγή: ἡ,
1. εισαγωγή, ανεφοδιασμός, εφοδιασμός, σε Θουκ.
2. έλευση προς βοήθεια κάποιου, στον ίδ.
3. έλξη, θέλγητρο, γοητεία, σαγήνη, σε Δημ.
Middle Liddell
ἐπᾰγωγή, ἡ, [from ἐπᾰ́γω]
1. a bringing in, supplying, Thuc.
2. a bringing in to one's aid, introduction, Thuc.
3. a drawing on, alluring, Dem.
English (Woodhouse)
Lexicon Thucydideum
sociorum, of allies vel or auxiliarium arcessitus, summoning of auxiliaries, 3.82.1, (sc. Athenienses vel Lacedaemonios supply Athenians or Lacedaemonians) 3.100.1,
subvectio, conveyance, transport, 5.82.5, 7.24.3, [praeterea vulgo moreover in the common texts 7.34.2, ubi nunc where now ἐπαναγωγή.]