ἐπιδεής: Difference between revisions
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιδεής]], -ές (AM) [[[επιδέω]] ΙΙ]<br />[[ελλιπής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατώτερος]], [[υποδεέστερος]]. | |mltxt=[[ἐπιδεής]], -ές (AM) [[[επιδέω]] ΙΙ]<br />[[ελλιπής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατώτερος]], [[υποδεέστερος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιδεής:''' -ές ([[ἐπιδέομαι]]), αυτός που στερείται ενός πράγματος, <i>τινος</i>, σε Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., <i>ἐπιδεέστερος ἐκείνων</i>, [[κατώτερος]] εκείνων, σε Πλάτ.· υπερθ. <i>-έστατος</i>, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
poet. ἐπιδευής (q.v.), ές,
A in need of, τινός Pl.Ti.33c, v.l.in X.Cyr.8.7.12, etc.: pl., -δεέες v.l.in Hdt.4.130: Comp. -έστερος ἐκείνων inferior to . ., Pl.Plt.311b: Sup. -έστατος most in need, πλείστων Id.R.579e. Adv. -εῶς inadequately, Id.Lg.899d.
German (Pape)
[Seite 934] ές, bedürftig, Plat. u. Folgde; τινός, Xen. Cyr. 8, 7, 12 u. sonst; πλείστων ἐπιδεέστατος Plat. Rep. IX, 579 e; ἐκείνων ἐπιδεέστερα, jenen nachstehend, Polit. 311 b.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
qui manque de, gén.;
Cp. ἐπιδεέστερος, Sp. ἐπιδεέστατος.
Étymologie: ἐπιδέω².
Greek Monolingual
ἐπιδεής, -ές (AM) [[[επιδέω]] ΙΙ]
ελλιπής
αρχ.
κατώτερος, υποδεέστερος.
Greek Monotonic
ἐπιδεής: -ές (ἐπιδέομαι), αυτός που στερείται ενός πράγματος, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., ἐπιδεέστερος ἐκείνων, κατώτερος εκείνων, σε Πλάτ.· υπερθ. -έστατος, στον ίδ.