ἐπιδεής

From LSJ

ὀλιγαρχία δὲ τῶν μὲν κινδύνων τοῖς πολλοῖς μεταδίδωσι͵ τῶν δ΄ ὠφελίμων οὐ πλεονεκτεῖ μόνον, ἀλλὰ κτλ. → But an oligarchy gives the many a share of the danger, and not content with the largest part takes and keeps the whole of the profit (Thucyd. 6.39)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιδεής Medium diacritics: ἐπιδεής Low diacritics: επιδεής Capitals: ΕΠΙΔΕΗΣ
Transliteration A: epideḗs Transliteration B: epideēs Transliteration C: epideis Beta Code: e)pideh/s

English (LSJ)

poet. ἐπιδευής (q.v.), ές, in need of, τινός Pl.Ti.33c, v.l.in X.Cyr.8.7.12, etc.: pl., ἐπιδεέες v.l.in Hdt.4.130: Comp. ἐπιδεέστερος ἐκείνων inferior to.., Pl.Plt. 311b: Sup. ἐπιδεέστατος most in need, πλείστων Id.R.579e. Adv. ἐπιδεῶς = inadequately, Id.Lg.899d.

German (Pape)

[Seite 934] ές, bedürftig, Plat. u. Folgde; τινός, Xen. Cyr. 8, 7, 12 u. sonst; πλείστων ἐπιδεέστατος Plat. Rep. IX, 579 e; ἐκείνων ἐπιδεέστερα, jenen nachstehend, Polit. 311 b.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui manque de, gén.;
Cp. ἐπιδεέστερος, Sp. ἐπιδεέστατος.
Étymologie: ἐπιδέω².

Greek Monolingual

ἐπιδεής, -ές (AM) επιδέω ΙΙ
ελλιπής
αρχ.
κατώτερος, υποδεέστερος.

Greek Monotonic

ἐπιδεής: -ές (ἐπιδέομαι), αυτός που στερείται ενός πράγματος, τινος, σε Πλάτ., Ξεν.· συγκρ., ἐπιδεέστερος ἐκείνων, κατώτερος εκείνων, σε Πλάτ.· υπερθ. -έστατος, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιδεής:
1 ощущающий потребность, нуждающийся (τινος Xen., Plat., Plut.);
2 не имеющий, лишенный (ναῦς πληρώματος ἐ. Plut.): ἐπιδεέστερός τινος πρός τι Plat. уступающий кому-л. в чем-л.

Middle Liddell

ἐπιδεής, ές ἐπιδέομαι
in want of, τινος Plat., Xen.:— comp., ἐπιδεέστερος ἐκείνων inferior to them, Plat.: Sup. έστατος Plat.

English (Woodhouse)

deficient in, poor in, wanting in

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)