εὔφθογγος: Difference between revisions
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]]. | |mltxt=[[εὔφθογγος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῑς», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>2.</b> (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά [[φωνή]] («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων [[πλῆθος]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φθόγγος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔφθογγος:''' αυτός που ακούγεται [[καλά]], [[εύθυμος]], [[χαρωπός]], σε Θέογν., Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A wellsounding, cheerful, λύρη Thgn.534; κελάδους -οτέρους A.Ch.341 (anap.); σύριγγες E.Tr.127 (lyr.); sweet-voiced, of birds, Str.15.1.69: Sup., Id.6.1.9.
German (Pape)
[Seite 1106] wohltönend, κέλαδοι εὐφθογγότεροι Aesch. Ch. 341; συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Eur. Tread. 127; sp. D., auch Strab. XV, 718; τὰ εὐφθογγότατα τῶν ζῴων 6, 1, 9.
Greek (Liddell-Scott)
εὔφθογγος: ὁ εὖ φθεγγόμενος, καλῶς ἠχῶν. εὔφθογγοι χοροὶ λύρην ὀχέων Θέογν. 534· κελάδους εὐφθογγοτέρους Αἰσχύλ. Χο. 341· συρίγγων εὐφθόγγῳ φωνᾷ Εὐρ. Τρῳ. 127· ἔχων γλυκεῖαν φωνήν, ἐπὶ πτηνῶν, ἐν τῷ Ὑπερθ., Στράβ. 718, πρβλ. 260.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui résonne agréablement, harmonieux;
Cp. εὐφθογγότερος, Sp. εὐφθογγότατος.
Étymologie: εὖ, φθέγγω.
Greek Monolingual
εὔφθογγος, -ον (Α)
1. αυτός που εκβάλλει ωραίους φθόγγους, που ηχεί καλά («συρίγγων τ' εὐφθόγγων φωναῑς», Ευρ.)
2. (για πτηνά) αυτὸς που έχει γλυκιά φωνή («τῶν ποικίλων ὀρνέων καὶ εὐφθόγγων πλῆθος», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φθόγγος.
Greek Monotonic
εὔφθογγος: αυτός που ακούγεται καλά, εύθυμος, χαρωπός, σε Θέογν., Αισχύλ.