Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εὐποίητος: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλοςLife is not worth living if you do not have at least one friend.

Democritus, DK 68b22
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐποίητος]] και εϋποίητος, -ον (Α) [[ευποιώ]]<br />ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[εὐποίητος]] και εϋποίητος, -ον (Α) [[ευποιώ]]<br />ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐποίητος:''' -ον, καλοφτιαγμένος, [[καλά]] επεξεργασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐποίητος Medium diacritics: εὐποίητος Low diacritics: ευποίητος Capitals: ΕΥΠΟΙΗΤΟΣ
Transliteration A: eupoíētos Transliteration B: eupoiētos Transliteration C: efpoiitos Beta Code: eu)poi/htos

English (LSJ)

ον (v. infr.),

   A well-made, well-wrought, ἔν τε θρόνοις εὐ. Od.20.150; εὐποίητόν τε πυράγρην 3.434; ἅρμα B.5.177, cf. Hes.Sc. 64, A.R.3.871, etc.: fem. -τῇσι, -τάων, Il.5.466, 16.636 (nisi scrib. divisim, cf. Sch.Il.ll.cc.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐποίητος: -ον, (ἴδε κατωτ.): ― καλῶς πεποιημένος, καλῶς εἰργασμένος, ἔν τε θρόνοις ἐϋποιήτοισι τάπητας βάλλετε πορφυρέους Ὀδ. Υ. 150· εὐποίητόν τε πυράγρην Γ. 434· οὕτω καὶ Ἡσ. ἐν Ἀσπ. Ἡρ. 64, Ἀπολλ. Ρόδ., κλ. ― Ἐν Ἰλ. Ε. 466., Π. 636, ἔνθα ἡ τοῦ θηλυκοῦ κατάληξις ἀπαντᾷ, δέον νὰ γραφῇ διῃρημένως: εὖ ποιητῇσι, εὖ ποιητάων (ἐν τελευταίᾳ δ’ ὅμως ἐκδόσει Hentze ἐϋποιήτῃσι, ἐϋποιητάων).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
bien fait, bien travaillé.
Étymologie: εὖ, ποιέω.

English (Autenrieth)

well-made, well-wrought.

Greek Monolingual

εὐποίητος και εϋποίητος, -ον (Α) ευποιώ
ο καλά κατασκευασμένος («ἀμφὶ πύλῃς εὐποιήτησι», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

εὐποίητος: -ον, καλοφτιαγμένος, καλά επεξεργασμένος, σε Ομήρ. Οδ., Ησίοδ.