ἡμιτέλεστος: Difference between revisions

From LSJ

Τραφὲν ὄρεσι καὶ φάραγξιν ἀγρίαις, κήρυξ πέφυκα τῆς λόγου ὑμνῳδίας. Φωνήν μὲν οὐκ ἔναρθρον, εὔηχον δ' ἔχω (Byzantine riddle) → Raised in the mountains and wild ravines, I have become the herald of hymns that are sung. I have no articulate voice...

Source
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιτέλεστος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> Ημιτελής, μισοτελειωμένος<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) [[ατελής]], που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τελεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τελώ]])].
|mltxt=[[ἡμιτέλεστος]], -ον (AM)<br /><b>1.</b> Ημιτελής, μισοτελειωμένος<br /><b>2.</b> (για [[βρέφος]]) [[ατελής]], που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τελεστός]] (<span style="color: red;"><</span> [[τελώ]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡμιτέλεστος:''' -ον ([[τελέω]]), μισοτελειωμένος, [[ημιτελής]], σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιτέλεστος Medium diacritics: ἡμιτέλεστος Low diacritics: ημιτέλεστος Capitals: ΗΜΙΤΕΛΕΣΤΟΣ
Transliteration A: hēmitélestos Transliteration B: hēmitelestos Transliteration C: imitelestos Beta Code: h(mite/lestos

English (LSJ)

ον, (τελέω)

   A half-finished, Th.3.3, dub. in D.H.1.59, etc.; of a lady's hair, half-done, Aeschin.Socr.18; of a child, Nonn.D.1.5.

German (Pape)

[Seite 1170] halb vollendet, Thuc. 3, 3 u. Sp., wie D. Hal. 1, 59; D. C. 37, 44.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιτέλεστος: -ον, (τελέω), κατὰ τὸ ἥμισυ τελειωμένος, τὰ ἡμιτέλεστα τῶν τειχῶν Θουκ. 3. 3, Διον. Ἁλ. 1. 59, κτλ.· βρέφος Νόνν. Δ. 1. 5.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à moitié fini.
Étymologie: ἡμι-, τελέω.

Greek Monolingual

ἡμιτέλεστος, -ον (AM)
1. Ημιτελής, μισοτελειωμένος
2. (για βρέφος) ατελής, που δεν συμπλήρωσε τους όρους μιας τέλειας κατάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τελεστός (< τελώ)].

Greek Monotonic

ἡμιτέλεστος: -ον (τελέω), μισοτελειωμένος, ημιτελής, σε Θουκ.