ἡδύπνοος: Difference between revisions

From LSJ

ἐπὶ πολλῆς ἡσυχίας καὶ ἠρεμίας ὑμῶν → leaving you entirely at rest

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 7: Line 7:
{{bailly
{{bailly
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> au souffle agréable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> au souffle propice.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πνέω]].
|btext=οος, οον;<br /><b>1</b> au souffle agréable;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> au souffle propice.<br />'''Étymologie:''' [[ἡδύς]], [[πνέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἡδύπνοος:''' ([[πνέω]]), Δωρ. ἁδύπν-, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν,<br /><b class="num">1.</b> αυτός που πνέει γλυκά, ο [[ευάρεστος]], σε Ευρ.· λέγεται για τον μουσικό ήχο, σε Πίνδ.· επίσης για τα όνειρα με καλούς οιωνούς, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> ο [[εύοσμος]], ο [[ευχάριστος]] στην [[οσμή]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

German (Pape)

[Seite 1154] zusgzn -πνους, angenehm wehend; αὖραι Eur. Med. 839; χῶρος Nici. 7 (IX, 564), angenehm duftend, wie μῆλον Philp. 20 (VI, 102); στέφανοι Mel. 92 (V, 144); αὐλητὴς ἡδύπνουν πνέων, angenehm blasend, Poll. 4, 72; – dor. ἁδύπνοος, ὀνείρατα, von glücklicher Vorbedeutung, Soph. El. 480; Μοῦσα, φωνή, Pind. Ol. 13, 21 I. 2, 25, d. i. angenehm tönend.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύπνοος: Δωρ. ἁδύπν-, ον, συνῃρ. -πνους, ουν, ἡδέως πνέων, εὐάρεστος, αὖραι Εὐρ. Μηδ. 840· ἐπὶ μουσικοῦ ἤχου, Πίνδ. Ο. 13. 31, Ι. 2. 38· ἐπὶ εὐοιωνίστων ὀνείρων, Σοφ. Ἠλ. 480. 2) εὔοσμος, λεπαστὴ Τηλεκλείδ. Πρυτ. 2· χῶρος Ἀνθ. Π. 9. 564· κρόκος Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 547. Ἐν τοῖς δυσὶ τελευταίοις χωρίοις, ἡδύπνοον, ἡδυπνόου, πρέπει νὰ προφέρωνται ὡς τρισύλλ. ἡδύπνουν, -πνου.

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
1 au souffle agréable;
2 fig. au souffle propice.
Étymologie: ἡδύς, πνέω.

Greek Monotonic

ἡδύπνοος: (πνέω), Δωρ. ἁδύπν-, -ον, συνηρ. -πνους, -ουν,
1. αυτός που πνέει γλυκά, ο ευάρεστος, σε Ευρ.· λέγεται για τον μουσικό ήχο, σε Πίνδ.· επίσης για τα όνειρα με καλούς οιωνούς, σε Σοφ.
2. ο εύοσμος, ο ευχάριστος στην οσμή, σε Ανθ.