θυμοβαρής: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source
(17)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θυμοβαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]] την [[καρδιά]], [[βαρύθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανισο</i>-<i>βαρής</i>, <i>ετερο</i>-<i>βαρής</i>].
|mltxt=[[θυμοβαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που έχει [[βαριά]] την [[καρδιά]], [[βαρύθυμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θυμο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανισο</i>-<i>βαρής</i>, <i>ετερο</i>-<i>βαρής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡμοβᾰρής:''' -ές ([[βαρύς]]), αυτός που έχει [[βαριά]] [[καρδιά]], έχει βαρύθυμη [[διάθεση]], σε Ανθ. Π.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοβᾰρής Medium diacritics: θυμοβαρής Low diacritics: θυμοβαρής Capitals: ΘΥΜΟΒΑΡΗΣ
Transliteration A: thymobarḗs Transliteration B: thymobarēs Transliteration C: thymovaris Beta Code: qumobarh/s

English (LSJ)

ές,

   A heavy at heart, AP7.146 (Antip. Sid.):—fem. θῡμο-βάρεια EM458.24.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοβᾰρής: -ές, βαρύς, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἀνθ. Π. 7. 146. -θηλ. -βάρεια, Ἐτυμ. Μ. 458. 24.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui oppresse le cœur.
Étymologie: θυμός, βάρος.

Greek Monolingual

θυμοβαρής, -ές (Α)
αυτός που έχει βαριά την καρδιά, βαρύθυμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -βαρής (< βάρος), πρβλ. ανισο-βαρής, ετερο-βαρής].

Greek Monotonic

θῡμοβᾰρής: -ές (βαρύς), αυτός που έχει βαριά καρδιά, έχει βαρύθυμη διάθεση, σε Ανθ. Π.