θυμοσοφικός: Difference between revisions

From LSJ

νὺξ βροτοῖσιν οὔτε κῆρες οὔτε πλοῦτος, ἀλλ' ἄφαρ βέβακε, τῷ δ' ἐπέρχεται χαίρειν τε καὶ στέρεσθαι → starry night abides not with men, nor tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and another hath his turn of gladness, and of bereavement | Starry night does not remain constant with men, nor does tribulation, nor wealth; in a moment it is gone from us, and to another in his turn come both gladness and bereavement

Source
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμοσοφικός]], -ή, -όν) [[θυμόσοφος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[θυμοσοφία]] ή στον θυμόσοφο.
|mltxt=-ή, -ό (Α [[θυμοσοφικός]], -ή, -όν) [[θυμόσοφος]]<br />αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη [[θυμοσοφία]] ή στον θυμόσοφο.
}}
{{lsm
|lsmtext='''θῡμοσοφικός:''' -ή, -όν, [[ευφυής]], [[πνευματώδης]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμοσοφικός Medium diacritics: θυμοσοφικός Low diacritics: θυμοσοφικός Capitals: ΘΥΜΟΣΟΦΙΚΟΣ
Transliteration A: thymosophikós Transliteration B: thymosophikos Transliteration C: thymosofikos Beta Code: qumosofiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A clever, Ar.V.1280 (Sup.).

German (Pape)

[Seite 1225] ή, όν, weise durch eigene Einsicht (ἀπὸ σοφῆς φύσεως αὐτόματος), im superlat., Ar. Vesp. 1280.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ὅμοιος πρὸς θυμόσοφον, εὐφυής, Ἀριστοφ. Σφηξ. 1280.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d’une nature raisonnable, intelligente.
Étymologie: θυμόσοφος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α θυμοσοφικός, -ή, -όν) θυμόσοφος
αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στη θυμοσοφία ή στον θυμόσοφο.

Greek Monotonic

θῡμοσοφικός: -ή, -όν, ευφυής, πνευματώδης, σε Αριστοφ.