ἰάτρευσις: Difference between revisions
From LSJ
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰάτρευσις]], -εύσεως, ἡ (Α) [[ιατρεύω]]<br />η [[γιατρειά]], η [[θεραπεία]]. | |mltxt=[[ἰάτρευσις]], -εύσεως, ἡ (Α) [[ιατρεύω]]<br />η [[γιατρειά]], η [[θεραπεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰάτρευσις:''' -εως, ἡ, = [[ἰατρεία]], σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
εως, ἡ,= ἰατρεία, Pl.R.357c, Arist.Ph.193b14,al.
German (Pape)
[Seite 1234] ἡ, das Heilen; Plat. Rep. II, 357 a; Arist. Eth. End. 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἰάτρευσις: -εως, ἡ, = ἰατρεία, Πλάτ. Πολ. 357C, Ἀριστ. Φυσ. 2. 1, 12, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de soigner, de guérir.
Étymologie: ἰατρεύω.
Greek Monolingual
ἰάτρευσις, -εύσεως, ἡ (Α) ιατρεύω
η γιατρειά, η θεραπεία.
Greek Monotonic
ἰάτρευσις: -εως, ἡ, = ἰατρεία, σε Πλάτ.