θυτήρ: Difference between revisions
From LSJ
Oἷς ὁ βιος ἀεὶ φόβων καὶ ὑποψίας ἐστὶ πλήρης, τούτοις οὔτε πλοῦτος οὔτε δόξα τέρψιν παρέχει. → To those for whom life is always full of fears and suspicion, neither wealth nor fame offers pleasure.
(17) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θυτήρ]], -ήρος, ὁ (Α) [<i>θύω</i> (I)]<br />αυτός που θυσιάζει, ο [[θύτης]]. | |mltxt=[[θυτήρ]], -ήρος, ὁ (Α) [<i>θύω</i> (I)]<br />αυτός που θυσιάζει, ο [[θύτης]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θῠτήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[θύω]] Α), [[θυσιαστής]], [[σφαγέας]], σε Αισχύλ., Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:28, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A sacrificer, slayer, A.Ag. 224,240 (both lyr.), S.Tr.613, al.: coupled with μάντις, Call.Iamb.1.221.
German (Pape)
[Seite 1228] ῆρος, ὁ, der Opferer, Opferpriester, Aesch. Ag. 217. 231 Soph. Tr. 610. 1182.
Greek (Liddell-Scott)
θῠτήρ: ῆρος, ὁ, (θύω Α) ὁ θύων, σφάζων, θυσιαστής, Αἰσχύλ. Ἀγ. 225, 240, Σοφ. Τρ. 613, 661, 1192.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
sacrificateur, prêtre.
Étymologie: θύω¹.
Greek Monolingual
θυτήρ, -ήρος, ὁ (Α) [θύω (I)]
αυτός που θυσιάζει, ο θύτης.
Greek Monotonic
θῠτήρ: -ῆρος, ὁ (θύω Α), θυσιαστής, σφαγέας, σε Αισχύλ., Σοφ.