ἱππαρχέω: Difference between revisions

From LSJ

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />être commandant de cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππαρχος]].
|btext=-ῶ :<br />être commandant de cavalerie.<br />'''Étymologie:''' [[ἵππαρχος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἱππαρχέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> ([[ἵππαρχος]]), [[διοικώ]], [[διευθύνω]] το ιππικό· με γεν., σε Ηρόδ., Δημ.
}}
}}

Revision as of 23:28, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἱππαρχέω Medium diacritics: ἱππαρχέω Low diacritics: ιππαρχέω Capitals: ΙΠΠΑΡΧΕΩ
Transliteration A: hipparchéō Transliteration B: hipparcheō Transliteration C: ipparcheo Beta Code: i(pparxe/w

English (LSJ)

   A to be ἵππαρχος, command cavalry, c. gen., τῆς ἵππου Hdt.9.20, 69; ἱππαρχηκὼς ἀνδρῶν καλῶν κἀγαθῶν Din.3.12; ἱππέων D.21.164: abs., X.Ages.2.4, Lys.26.20, D.21.172; οἱ ἱππαρχηκότες Hyp.Lyc. 17; of the Roman magister equitum and praefectus equitum, D.C.43.48, App.BC5.8:—Pass., serve under an ἵππαρχος, Arist.Pol.1277b10.

German (Pape)

[Seite 1257] ein Reiterbefehlshaber sein, Her. 9, 20. 60; ἱππαρχηκώς Din. 3, 12; τῶν ἱππέων Dem. 21, 164. Das pass., unter den Hipparchen stehen, hat Arist. pol. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἱππαρχέω: εἶμαι ἵππαρχος, διευθύνω τὸ ἱππικόν, μετὰ γεν., Ἡρόδ. 9. 20, 69, Δείναρχ. 109. 37· τῶν ἱππέων Δημ. 570. 12· ἀπολ., Ξεν. Ἀγησ. 2. 4, Λυσ. 177. 14· ἱππάρχηκα Δημ. 570. 12· οἱ ἱππαρχηκότες Ὑπερείδ. ὑπὲρ Λυκόφρ. 14. - Παθ., ὑπηρετῶ ὑπὸ ἵππαρχον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 4, 14.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être commandant de cavalerie.
Étymologie: ἵππαρχος.

Greek Monotonic

ἱππαρχέω: μέλ. -ήσω (ἵππαρχος), διοικώ, διευθύνω το ιππικό· με γεν., σε Ηρόδ., Δημ.