ἰσθμώδης: Difference between revisions
From LSJ
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰσθμώδης]], -ῶδες (Α) [[ισθμός]]<br />[[ισθμοειδής]], όμοιος με ισθμό. | |mltxt=[[ἰσθμώδης]], -ῶδες (Α) [[ισθμός]]<br />[[ισθμοειδής]], όμοιος με ισθμό. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰσθμώδης:''' -ες ([[εἶδος]]), αυτός που μοιάζει με ισθμό, = [[ἰσθμοειδής]], σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
ες,= ἰσθμοειδής, Th.7.26: Sup., Scymn.926.
German (Pape)
[Seite 1263] ες, = ἰσθμοειδής, Thuc. 8, 25.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσθμώδης: -ες, = ἰσθμοειδής, Θουκ. 7. 26.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
semblable à un isthme.
Étymologie: ἰσθμός, -ωδης.
Greek Monolingual
ἰσθμώδης, -ῶδες (Α) ισθμός
ισθμοειδής, όμοιος με ισθμό.
Greek Monotonic
ἰσθμώδης: -ες (εἶδος), αυτός που μοιάζει με ισθμό, = ἰσθμοειδής, σε Θουκ.