καθιππεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
(18)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καθιππεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> (για [[ψάρι]]) [[περνώ]] [[πάνω]] από..., [[καβαλικεύω]], [[πηδώ]] («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.)<br /><b>3.</b> [[καταβάλλω]] κάποιον με έφιππη [[προσβολή]] («τί δ' εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθιππεύομαι</i><br />(για παγωμένους ποταμούς) [[είναι]] δυνατόν να μέ διαβεί [[κανείς]] [[έφιππος]] («ποταμοί καθιππεύονται», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱππεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]])].
|mltxt=[[καθιππεύω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[διατρέχω]] [[έφιππος]]<br /><b>2.</b> (για [[ψάρι]]) [[περνώ]] [[πάνω]] από..., [[καβαλικεύω]], [[πηδώ]] («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.)<br /><b>3.</b> [[καταβάλλω]] κάποιον με έφιππη [[προσβολή]] («τί δ' εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», <b>Ευρ.</b>)<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> <i>καθιππεύομαι</i><br />(για παγωμένους ποταμούς) [[είναι]] δυνατόν να μέ διαβεί [[κανείς]] [[έφιππος]] («ποταμοί καθιππεύονται», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ἱππεύω]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἵππος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καθιππεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, = [[καθιππάζομαι]] 2, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθιππεύω Medium diacritics: καθιππεύω Low diacritics: καθιππεύω Capitals: ΚΑΘΙΠΠΕΥΩ
Transliteration A: kathippeúō Transliteration B: kathippeuō Transliteration C: kathippeyo Beta Code: kaqippeu/w

English (LSJ)

   A ride over, overrun with horse, τὰ πεδία Id.3.26, cf. Hdn.6.2.5; ride upon, οἶδμα Hymn.Is. 154; of fish, κῦμα κ. Opp.H.2.515:—Pass., of frozen rivers, to be ridden over, Arist.Mir.846b32, Hdn.6.7.6.    2 ride down, trample under foot, Ἀργείων στρατόν E.Ph.732.    3 conquer by means of a horse (i. e. the δούρειος ἵππος), Tryph.174.

German (Pape)

[Seite 1286] bereiten, darüber hinreiten, τὰ πεδία D. Hal. 3, 26; von Fischen, κῦμα καθιππεύουσιν Opp. Hal. 2, 515; bes. um zu plündern, Hdn. 6, 2, 14; wie καθιππάζομαι, überwältigen, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν Eur. Phoen. 739. – Pass. von Flüssen, ἐν πεδίου σχήματι καθιππεύονται, wenn sie gefroren sind, reitet man auf ihnen, wie auf dem Lande, Hdn. 6, 7, 15.

Greek (Liddell-Scott)

καθιππεύω: καθιππάζομαι, ἐπιτρέχωδιατρέχω διὰ τοῦ ἱππικοῦ, τὰ πεδία Διον. Ἁλ. 3. 26, πρβλ. Ἡρῳδιαν. 6. 2· ἐπὶ ἰχθύος, κῦμα καθ. Ὀππ. Ἁλ. 2. 515: - Παθ. ποταμοὶ καθιππεύονται, ἐπὶ πεπηγότων ποταμῶν οὓς διέρχεταί τις ἔφιππος, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 168, Ἡρῳδιαν. 6. 7 2) ὁρμῶ ἔφιππος κατά τινος, τί δ’, εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατῶν; «τί δέ, εἰ ἔφιπποι ὁρμήσαιμεν ἐπὶ τὸν στρατὸν τῶν Ἀργείων;» (Σχόλ.), Εὐρ. Φοίν. 732.

Greek Monolingual

καθιππεύω (Α)
1. διατρέχω έφιππος
2. (για ψάρι) περνώ πάνω από..., καβαλικεύω, πηδώ («κῡμα καθιππεύουσι», Οππ.)
3. καταβάλλω κάποιον με έφιππη προσβολή («τί δ' εἰ καθιππεύσαιμεν Ἀργείων στρατόν;», Ευρ.)
4. παθ. καθιππεύομαι
(για παγωμένους ποταμούς) είναι δυνατόν να μέ διαβεί κανείς έφιππος («ποταμοί καθιππεύονται», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἱππεύω (< ἵππος)].

Greek Monotonic

καθιππεύω: μέλ. -σω, = καθιππάζομαι 2, σε Ευρ.