ἰτητέον: Difference between revisions
From LSJ
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
(6_2) |
(5) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰτητέον''': [[ἰτέον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 131, Δίφιλ. ἐν Α. Β. 100, 12. ἰτητικός, ή, όν, = [[ἰταμός]], ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, παρατολμότατος [[εἶναι]] ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10. | |lstext='''ἰτητέον''': [[ἰτέον]], Ἀριστοφ. Νεφ. 131, Δίφιλ. ἐν Α. Β. 100, 12. ἰτητικός, ή, όν, = [[ἰταμός]], ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, παρατολμότατος [[εἶναι]] ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἰτητέον:''' = [[ἰτέον]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:32, 30 December 2018
English (LSJ)
A = ἰτέον, Ar.Nu.131, Diph.31.
German (Pape)
[Seite 1274] = ἰτέον, man muß gehen, Ar. Nubb. 131 Diphil. B. A. 100.
Greek (Liddell-Scott)
ἰτητέον: ἰτέον, Ἀριστοφ. Νεφ. 131, Δίφιλ. ἐν Α. Β. 100, 12. ἰτητικός, ή, όν, = ἰταμός, ἰτητικώτατον ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, παρατολμότατος εἶναι ὁ θυμὸς πρὸς τοὺς κινδύνους, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 3. 8, 10.
Greek Monotonic
ἰτητέον: = ἰτέον, σε Αριστοφ.