κακοφραδία: Difference between revisions
From LSJ
Θεῷ μάχεσθαι δεινόν ἐστι καὶ τύχῃ → Obsistere est difficile fortunae et deo → Mit Gott zu kämpfen ist gefährlich und dem Glück
(18) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κακοφραδία]], ιων. τ. κακοφραδίη, ἡ (Α) [[κακοφραδής]]<br />(ποιητ. λ.) κακή [[σκέψη]], [[ανοησία]], [[μωρία]], [[άνοια]]. | |mltxt=[[κακοφραδία]], ιων. τ. κακοφραδίη, ἡ (Α) [[κακοφραδής]]<br />(ποιητ. λ.) κακή [[σκέψη]], [[ανοησία]], [[μωρία]], [[άνοια]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰκοφρᾰδία:''' Ιων. -ίη, ἡ, κακή [[σκέψη]], [[ανοησία]], σε Ομηρ. Ύμν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:34, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A folly, κακοφραδίῃσι τιθήνης h.Cer.227: sg., Nic.Th.348, Q.S.12.554.
German (Pape)
[Seite 1305] ἡ, schlechte Denkart, Thorheit, Unverstand, H. h. Cer. 227 u. sp. D., wie Nic. Th. 348 Qu. Sm. 12, 554.
Greek (Liddell-Scott)
κακοφρᾰδία: Ἰων. -ίη, ἡ, κακὴ σκέψις, ἀνοησία, ἄνοια, μωρία, κακοφραδίῃσι τιθήνης Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 227, πρβλ. Νικ. Θηρ. 348, Κόϊντ. Σμ. 12. 554.
Greek Monolingual
κακοφραδία, ιων. τ. κακοφραδίη, ἡ (Α) κακοφραδής
(ποιητ. λ.) κακή σκέψη, ανοησία, μωρία, άνοια.