καλλώπισμα: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
(18)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[καλλώπισμα]]) [[καλλωπίζω]]<br />το [[μέσο]] με το οποίο [[κάποιος]] καλλωπίζεται ή καλλωπίζει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[μέσο]] με το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[προσποίηση]] («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, [[φλυαρία]] καὶ οὐδενὸς ἄξια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη [[φράση]].
|mltxt=το (AM [[καλλώπισμα]]) [[καλλωπίζω]]<br />το [[μέσο]] με το οποίο [[κάποιος]] καλλωπίζεται ή καλλωπίζει<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />το [[μέσο]] με το οποίο υπερηφανεύεται [[κάποιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[προσποίηση]] («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, [[φλυαρία]] καὶ οὐδενὸς ἄξια», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη [[φράση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλώπισμα:''' τό, [[στολισμός]], [[κόσμημα]], [[διακόσμηση]], [[εξωραϊσμός]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλώπισμα Medium diacritics: καλλώπισμα Low diacritics: καλλώπισμα Capitals: ΚΑΛΛΩΠΙΣΜΑ
Transliteration A: kallṓpisma Transliteration B: kallōpisma Transliteration C: kallopisma Beta Code: kallw/pisma

English (LSJ)

ατος, τό,

   A ornament, Χρυσᾶ, ἀργυρᾶ κ., Plu.Lyc.9; τραπέζης Porph.Abst.3.19; source of pride, Luc.Merc.Cond.36.    2 ornament of speech, D.H.Th. 46.    3 metaph., fair show, pretence, Pl.Grg.492c (pl.).

German (Pape)

[Seite 1312] τό, Schmuck, äußerer Zierrath; τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Plat. Gorg. 492 c; χρυσᾶ Plut. Lyc. 9; a. Sp., auch von der Rede, D. Hal. de Thuc. 46.

Greek (Liddell-Scott)

καλλώπισμα: τό, κόσμημα, στολισμός, τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα Πλάτ. Γοργ. 492C· καλλωπισμάτων χρυσῶν δημιουργός Πλουτ. Λυκοῦργ. 9, κτλ.· ἐπὶ λόγου, Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 46.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
embellissement, ornement.
Étymologie: καλλωπίζω.

Greek Monolingual

το (AM καλλώπισμα) καλλωπίζω
το μέσο με το οποίο κάποιος καλλωπίζεται ή καλλωπίζει
μσν.-αρχ.
το μέσο με το οποίο υπερηφανεύεται κάποιος
αρχ.
1. η προσποίηση («τὰ δὲ ἄλλα ταῡτ' ἐστὶ τὰ καλλωπίσματα, τὰ παρὰ φύσιν συνθήματα ἀνθρώπων, φλυαρία καὶ οὐδενὸς ἄξια», Πλάτ.)
2. (για λογοτεχνικό ύφος) η επιτηδευμένη φράση.

Greek Monotonic

καλλώπισμα: τό, στολισμός, κόσμημα, διακόσμηση, εξωραϊσμός, σε Πλάτ.