καλλίσφυρος: Difference between revisions
Βέβαιον οὐδέν ἐστιν ἐν θνητῷ βίῳ → Nihil, ut videtur, proprium in vita datur → Nichts Festes gibt's im Leben eines Sterblichen
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («[[καλλίσφυρος]] Ἰνώ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, <i>ροδό</i>-<i>σφυρος</i>]. | |mltxt=καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)<br />αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («[[καλλίσφυρος]] Ἰνώ», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>σφυρος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σφυρόν]] «[[αστράγαλος]]»), <b>[[πρβλ]].</b> [[λευκό]]-<i>σφυρος</i>, <i>ροδό</i>-<i>σφυρος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλλίσφῠρος:''' ὁ, ἡ ([[σφυρόν]]), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:36, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ (fem. -σφύρα Sch.B.Scol.Oxy.5i24),
A beautifulankled, of women, καλλισφύρου εἵνεκα νύμφης Il.9.560, cf. 14.319, Od. 5.333; Νίκη Hes.Th.384; Ἥβη Poet. ap. Luc.DMort.16.1.
German (Pape)
[Seite 1311] mit schönen Knöcheln am Fuße, schönfüßig, Beiwort schöner Frauen; Il. 14, 319 Od. 5, 333; νίκη Hes. Th. 384. 507; Ἥβη Luc. D. mort. 16, 1.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ, ἐπὶ γυναικῶν, ἡ ἔχουσα καλὰ σφυρά, καλλισφύρου ἕνεκα νύμφης Ἰλ. Ι. 560 (556), πρβλ. Ξ. 319, Ὀδ. Ε. 333· Νίκη Ἡσ. Θ. 384, κτλ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καλλίσφυρος· καλή, ἀπὸ μέρους. εὔρυθμος».
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux belles chevilles, aux beaux pieds.
Étymologie: καλός, σφυρόν.
English (Autenrieth)
(σφυρά): fair-ankled.
Greek Monolingual
καλίσφυρος, -ον, θηλ. και καλλισφύρα (Α)
αυτός που έχει ωραίους αστραγάλους («καλλίσφυρος Ἰνώ», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -σφυρος (< σφυρόν «αστράγαλος»), πρβλ. λευκό-σφυρος, ροδό-σφυρος].
Greek Monotonic
καλλίσφῠρος: ὁ, ἡ (σφυρόν), αυτή που έχει ωραίους αστραγάλους, σε Όμηρ.