καθαρτής: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
(18) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[καθαρτής]], θηλ. [[καθάρτρια]]) [[καθαίρω]]<br />αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από [[ενοχή]] ή από [[μίασμα]] («σοῡ γὰρ [[ἔρχομαι]] [[δίκη]] καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae. | |mltxt=ο (Α [[καθαρτής]], θηλ. [[καθάρτρια]]) [[καθαίρω]]<br />αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από [[ενοχή]] ή από [[μίασμα]] («σοῡ γὰρ [[ἔρχομαι]] [[δίκη]] καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ζωολ.</b> [[γένος]] ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κᾰθαρτής:''' -ου, ὁ ([[καθαίρω]]), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το [[μίασμα]], εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:40, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A cleanser, purifier, μάγοι καὶ κ. Hp.Morb. Sacr.1, cf. D.Chr.4.89(pl.); σοῦ γὰρ ἔρχομαι . . κ. S.El.70; στρατοῦ κ. Id.Fr.34; τῆς χώρας Ar.V.1043; ποταμῶν Plu.Luc.26; θηρίων, of Heracles, Max.Tyr.21.6: metaph., δοξῶν . . . περὶ ψυχὴν κ. εἶναι Pl.Sph. 231e; as occupational name, IG5(1).209.25 (i B.C.).
German (Pape)
[Seite 1282] ὁ, der Reiniger, der durch Reinigungsopfer entsühnt; τῆς χώρας Ar. Vesp. 1043; Orest, der den Vater rächen will, sagt σοῦ γὰρ ἔρχομαι δίκῃ καθ. Soph. El. 70; übertr., δοξῶν ἐμποδίων μαθήμασι περὶ ψυχὴν καθαρτὴν εἶναι Plat. Soph. 231 e; Sp., wie Plut.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαρτής: -οῦ, ὁ, (καθαίρω) ὁ καθαρίζων ἀπὸ ἐνοχῆς ἢ μιάσματος, ὁ ἐξαγνίζων, Ἱππ. 301. 38· σοῦ γὰρ ἔρχομαι…. καθαρτὴς Σοφ. Ἠλ. 70· στρατοῦ καθ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 32· τῆς χώρας Ἀριστοφ. Σφ. 1043· δοξῶν... περὶ ψυχὴν καθ. εἶναι Πλάτ. Σοφιστ. 231Ε.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
c. καθαρτήρ.
Greek Monolingual
ο (Α καθαρτής, θηλ. καθάρτρια) καθαίρω
αυτός που καθαρίζει, που εξαγνίζει από ενοχή ή από μίασμα («σοῡ γὰρ ἔρχομαι δίκη καθαρτὴς πρὸς θεῶν ὡρμημένος», Σοφ.)
νεοελλ.
ζωολ. γένος ιερακόμορφων πτηνών της οικογένειας Cathartidae.
Greek Monotonic
κᾰθαρτής: -ου, ὁ (καθαίρω), αυτός που εξαγνίζει, καθαρίζει το μίασμα, εξαγνιστής, σε Σοφ., Αριστοφ. κ.λπ.