καυχήμων: Difference between revisions
From LSJ
Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[καυχήμων]], -ον (Α) [[καυχώμαι]]<br />αυτός που καυχιέται, ο [[γεμάτος]] κομπασμό και [[αλαζονεία]]. | |mltxt=[[καυχήμων]], -ον (Α) [[καυχώμαι]]<br />αυτός που καυχιέται, ο [[γεμάτος]] κομπασμό και [[αλαζονεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καυχήμων:''' -ον ([[καυχάομαι]]), [[κομπαστικός]], [[καυχησιάρικος]], σε Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:48, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A boastful, Babr.5.10, Heph. Astr.1.1.
Greek (Liddell-Scott)
καυχήμων: -ον, ὁ καυχώμενος, πλήρης καυχήσεως, Βαβρ. 5. 10.
French (Bailly abrégé)
ων, ον, gén. ονος;
vantard.
Étymologie: καυχάομαι.
Greek Monolingual
καυχήμων, -ον (Α) καυχώμαι
αυτός που καυχιέται, ο γεμάτος κομπασμό και αλαζονεία.
Greek Monotonic
καυχήμων: -ον (καυχάομαι), κομπαστικός, καυχησιάρικος, σε Βάβρ.