καταπυγοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265
(19)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπυγοσύνη]], ἡ (Α)<br />[[επιθυμία]] για [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατάπυγος]] / [[καταπύγων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οσύνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δικαι</i>-<i>οσύνη</i>, <i>εθελημ</i>-<i>οσύνη</i>)].
|mltxt=[[καταπυγοσύνη]], ἡ (Α)<br />[[επιθυμία]] για [[παρά]] φύσιν [[ασέλγεια]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κατάπυγος]] / [[καταπύγων]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>οσύνη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δικαι</i>-<i>οσύνη</i>, <i>εθελημ</i>-<i>οσύνη</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπῡγοσύνη:''' ἡ, [[κτηνώδης]] όρεξη, [[κτηνώδης]] [[ορμή]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπῡγοσύνη Medium diacritics: καταπυγοσύνη Low diacritics: καταπυγοσύνη Capitals: ΚΑΤΑΠΥΓΟΣΥΝΗ
Transliteration A: katapygosýnē Transliteration B: katapygosynē Transliteration C: katapygosyni Beta Code: katapugosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A unnatural lust, Cratin.53, Ar.Nu.1023 (anap.), Fr.130, Luc.Gall.32.

Greek (Liddell-Scott)

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης ὄρεξις, σαρκικὴ ἐπιθυμία παρὰ φύσιν, Κρατῖνος ἐν «Δραπέτισι» 4, Ἀριστοφ. Νεφ. 1023, Ἀποσπ. 180· κ. καὶ πασχητιασμὸς Λουκ. Ἐνύπν. 32.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
débauche infâme, sodomie.
Étymologie: καταπύγων.

Greek Monolingual

καταπυγοσύνη, ἡ (Α)
επιθυμία για παρά φύσιν ασέλγεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατάπυγος / καταπύγων + κατάλ. -οσύνη (πρβλ. δικαι-οσύνη, εθελημ-οσύνη)].

Greek Monotonic

καταπῡγοσύνη: ἡ, κτηνώδης όρεξη, κτηνώδης ορμή, σε Αριστοφ.