κιθάρισμα: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[κιθάρισμα]]) [[κιθαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[παίξιμο]] της κιθάρας<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μελωδία]] πού παίζεται στην [[κιθάρα]], που έχει συντεθεί για [[κιθάρα]].
|mltxt=το (Α [[κιθάρισμα]]) [[κιθαρίζω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[παίξιμο]] της κιθάρας<br /><b>αρχ.</b><br />η [[μελωδία]] πού παίζεται στην [[κιθάρα]], που έχει συντεθεί για [[κιθάρα]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῐθάρισμα:''' [ᾰ], -ατος, τό ([[κιθαρίζω]]), αυτό που παίζεται στην [[κιθάρα]], [[κομμάτι]] μουσικής σ' αυτήν, σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῐθάρισμα Medium diacritics: κιθάρισμα Low diacritics: κιθάρισμα Capitals: ΚΙΘΑΡΙΣΜΑ
Transliteration A: kithárisma Transliteration B: kitharisma Transliteration C: kitharisma Beta Code: kiqa/risma

English (LSJ)

[ᾰ], ατος, τό,

   A that which is played on the cithara, a piece of music for it, Pl.Prt.326b, Max.Tyr.7.6, Ach.Tat.2.1, D.C.63.26; κ. ἐκ Βακχῶν Εὐριπίδου SIG648B8 (Delph., ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 1437] τό, das auf der Cither Gespielte, Plat. Prot. 326 b u. Sp., wie D. Cass. 63, 26.

Greek (Liddell-Scott)

κῐθάρισμα: ᾰ, τό, τὸ ἐπὶ τῆς κιθάρας κρουόμενον μέλος, μελῳδία διὰ τὴν κιθάραν, Πλάτ. Πρωτ. 326Β.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
son de la cithare ; morceau de musique joué sur la cithare, composé pour la cithare.
Étymologie: κιθαρίζω.

Greek Monolingual

το (Α κιθάρισμα) κιθαρίζω
νεοελλ.
το παίξιμο της κιθάρας
αρχ.
η μελωδία πού παίζεται στην κιθάρα, που έχει συντεθεί για κιθάρα.

Greek Monotonic

κῐθάρισμα: [ᾰ], -ατος, τό (κιθαρίζω), αυτό που παίζεται στην κιθάρα, κομμάτι μουσικής σ' αυτήν, σε Πλάτ.