κερδοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
(20)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κερδοσύνη]], ἡ (Α) ([[κέρδος]])<br /><b>1.</b> [[πανουργία]], [[δόλος]], πονηριά<br /><b>2.</b> (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) [[κερδοσύνη]]<br />με δόλιο τρόπο, με [[πανουργία]], με [[πονηρία]] («κερδοσύνῃ ἡγήσατ' [[Ἀθήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
|mltxt=[[κερδοσύνη]], ἡ (Α) ([[κέρδος]])<br /><b>1.</b> [[πανουργία]], [[δόλος]], πονηριά<br /><b>2.</b> (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) [[κερδοσύνη]]<br />με δόλιο τρόπο, με [[πανουργία]], με [[πονηρία]] («κερδοσύνῃ ἡγήσατ' [[Ἀθήνη]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κερδοσύνη:''' ἡ όπως το [[κερδαλεότης]], [[πανουργία]], [[δόλος]], [[πολυτροπία]]· δοτ., <i>κερδοσύνῃ</i> ως επίρρ., με [[πανουργία]], δόλια, σε Όμηρ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κερδοσύνη Medium diacritics: κερδοσύνη Low diacritics: κερδοσύνη Capitals: ΚΕΡΔΟΣΥΝΗ
Transliteration A: kerdosýnē Transliteration B: kerdosynē Transliteration C: kerdosyni Beta Code: kerdosu/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A cunning, craft: dat. κερδοσύνῃ as Adv., cunningly, Il.22.247, Od.4.251, 14.31: pl., ἐπὶ κερδοσύνας τετραμμένοι Cleanth. Hymn.1.28.

German (Pape)

[Seite 1424] ἡ, Schlauheit, Klugheit; Hom. nur im dat. κερδοσύνῃ, in adverbialer Bdtg, listig, kiüglich, Il. 22, 247 Od. 14, 30 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

κερδοσύνη: ἡ, ὡς τὸ κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· ὁ Ὅμηρος χρῆται μόνον τῇ δοτ. κερδοσύνῃ ὡς ἐπίρρ., διὰ πανουργίας, δολίως, Ἰλ. Χ. 247, Ὀδ. Δ. 251, Ξ. 31.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
seul. dat. adv. • κερδοσύνῃ avec ruse, avec fourberie.
Étymologie: κέρδος.

English (Autenrieth)

craft; only dat. as adv., cunningly, craftily.

Greek Monolingual

κερδοσύνη, ἡ (Α) (κέρδος)
1. πανουργία, δόλος, πονηριά
2. (στον Όμ. μόνο η δοτ. ως επίρρ.) κερδοσύνη
με δόλιο τρόπο, με πανουργία, με πονηρία («κερδοσύνῃ ἡγήσατ' Ἀθήνη», Ομ. Ιλ.).

Greek Monotonic

κερδοσύνη: ἡ όπως το κερδαλεότης, πανουργία, δόλος, πολυτροπία· δοτ., κερδοσύνῃ ως επίρρ., με πανουργία, δόλια, σε Όμηρ.