κέρχνη: Difference between revisions
ἐγγυητής τοῦ ἀργυρίου ἀξιόχρεως → trustworthy guarantor for the money
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κέρχνη]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κερχνηίς]]. | |mltxt=[[κέρχνη]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κερχνηίς]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κέρχνη:''' ἡ, είδος γερακιού, βραχοκιρκινέζο· επίσης κερχνηΐς, συνηρ. [[κερχνῄς]], <i>ῇδος</i>, <i>ἡ</i>, σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:49, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ, kind of
A hawk, prob. kestrel, Falco tinnunculus, Hsch.:— also κερχνηίς, contr. κερχνής, ῇδος, ἡ, Ar.Av.304, 589; κεγχρηΐς, ΐδος, ἡ, Arist.HA509a6, Ael.NA2.43; κεγχρίς, Arist.HA558b28, 594a2, GA750a7.
German (Pape)
[Seite 1426] ἡ, der Thurmfalke, tinnunculus, wegen seiner heisern Stimme so genannt, vgl. Schol. Ar. Av. 588. Andere Erkl. giebt noch Phot.
Greek (Liddell-Scott)
κέρχνη: ἡ εἶδος ἱέρακος, λαβοῦσα τὸ ὄνομα ἐκ τῆς βραγχνῆς αὑτῆς, ἴσως τὸ Falco tinnunculus, Ἡσύχ.· ὡσαύτως κερχνηΐς, συνῃρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ Ἀριστοφ. Ὄρ. 304, 489 (ἴδε Δινδ.)· φέρεται δὲ καὶ κεγχρηΐς, ΐδος, ἡ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 17, 31., Αἰλ. π. Ζ. 2. 43· κεγχρίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 1, 5., 8. 3, 17, π. Ζ. Γεν. 3. 1, 12. (Ἀξία σημειώσεως εἶνε ἡ ἀναλογία μεταξὺ τῶν κέγχρος, κεγχρηῒς καὶ τῶν λατ. mil-ium, mil-uus).
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
crécerelle, oiseau de proie à voix rauque.
Étymologie: κέρχνος¹.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κέρχνη: ἡ, είδος γερακιού, βραχοκιρκινέζο· επίσης κερχνηΐς, συνηρ. κερχνῄς, ῇδος, ἡ, σε Αριστοφ.