καταπακτός: Difference between revisions

From LSJ

κακοὶ μάρτυρες ἀνθρώποισιν ὀφθαλμοὶ καὶ ὦτα βαρβάρους ψυχὰς ἐχόντων → eyes and ears are poor witnesses for men if their souls do not understand the language (Heraclitus Phil.: Fr. B 107; Testimonia: Fragment 16, line 6)

Source
(6_10)
(5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπακτός''': -ή, -όν, ([[καταπήγνυμι]]), εὑρισκόμενον μόνον ἐν τῇ φράσει καταπακτὴ [[θύρα]], κλείουσα πρὸς τὰ [[κάτω]], «κλαβανή», [[θύρη]] κ. διὰ τῶν ἰκρίων [[κάτω]] φέρουσα ἐς τὴν λίμνην…, [[ὅταν]] τὴν κ. θύρην ἀνακλίνῃ Ἡρόδ. 5, 16· ἀλλ’ ὁ Ἰων. [[τύπος]] θὰ ἦτο καταπηκτὴ καὶ [[ἴσως]] δικαίως ὁ Reiske διώρθωσε καταρρακτή, ὁ δὲ Brunck νομίζει τὴν καταπακτὴν θ. ὅτι [[εἶναι]] αἱ ὁμηρικαὶ θύραι πυκιναὶ καὶ πύλαι εὖ ἀραρυῖαι.
|lstext='''καταπακτός''': -ή, -όν, ([[καταπήγνυμι]]), εὑρισκόμενον μόνον ἐν τῇ φράσει καταπακτὴ [[θύρα]], κλείουσα πρὸς τὰ [[κάτω]], «κλαβανή», [[θύρη]] κ. διὰ τῶν ἰκρίων [[κάτω]] φέρουσα ἐς τὴν λίμνην…, [[ὅταν]] τὴν κ. θύρην ἀνακλίνῃ Ἡρόδ. 5, 16· ἀλλ’ ὁ Ἰων. [[τύπος]] θὰ ἦτο καταπηκτὴ καὶ [[ἴσως]] δικαίως ὁ Reiske διώρθωσε καταρρακτή, ὁ δὲ Brunck νομίζει τὴν καταπακτὴν θ. ὅτι [[εἶναι]] αἱ ὁμηρικαὶ θύραι πυκιναὶ καὶ πύλαι εὖ ἀραρυῖαι.
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταπακτός:''' -ή, -όν ([[καταπήγνυμι]]), αυτός που κλείνει προς τα [[κάτω]], καταπακτὴ [[θύρα]], [[καταπακτή]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπακτός Medium diacritics: καταπακτός Low diacritics: καταπακτός Capitals: ΚΑΤΑΠΑΚΤΟΣ
Transliteration A: katapaktós Transliteration B: katapaktos Transliteration C: katapaktos Beta Code: katapakto/s

English (LSJ)

ή, όν, (καταπήγνυμι) only in the phrase καταπακτὴ θύρα, a door

   A shutting downwards, trap-door, Hdt.5.16. [Cf. πακτός, πακτόω (ἐμ-, ἐπι-), with ᾰ by nature.]

German (Pape)

[Seite 1367] ή, όν, adj. verb. zu καταπήγνυμι, unten eingefügt, θύρα, eine unten eingefügte Fallthür, Her. 5, 16.

Greek (Liddell-Scott)

καταπακτός: -ή, -όν, (καταπήγνυμι), εὑρισκόμενον μόνον ἐν τῇ φράσει καταπακτὴ θύρα, κλείουσα πρὸς τὰ κάτω, «κλαβανή», θύρη κ. διὰ τῶν ἰκρίων κάτω φέρουσα ἐς τὴν λίμνην…, ὅταν τὴν κ. θύρην ἀνακλίνῃ Ἡρόδ. 5, 16· ἀλλ’ ὁ Ἰων. τύπος θὰ ἦτο καταπηκτὴ καὶ ἴσως δικαίως ὁ Reiske διώρθωσε καταρρακτή, ὁ δὲ Brunck νομίζει τὴν καταπακτὴν θ. ὅτι εἶναι αἱ ὁμηρικαὶ θύραι πυκιναὶ καὶ πύλαι εὖ ἀραρυῖαι.

Greek Monotonic

καταπακτός: -ή, -όν (καταπήγνυμι), αυτός που κλείνει προς τα κάτω, καταπακτὴ θύρα, καταπακτή, σε Ηρόδ.