κατευχή: Difference between revisions
From LSJ
πένης ὢν τὴν γυναῖκα χρήματα λαβὼν ἔχει δέσποιναν, οὐ γυναῖκ' ἔτι → a poor man getting rich turns his wife into his boss, not his wife any more
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατευχή]], ἡ (Α) [[κατεύχομαι]]<br />[[προσευχή]] («ἀλλὰ κλύοντες μάκαρες χθόνιοι τῆσδε κατευχῆς», <b>Αισχύλ.</b>). | |mltxt=[[κατευχή]], ἡ (Α) [[κατεύχομαι]]<br />[[προσευχή]] («ἀλλὰ κλύοντες μάκαρες χθόνιοι τῆσδε κατευχῆς», <b>Αισχύλ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατευχή:''' ἡ, [[προσευχή]], όρκος, σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A prayer, vow, A.Ch.477 (anap.), Plu.Dio 24 (pl.); κ. καὶ σπονδαί OGI309.7 (Teos, ii B.C.), cf. SIG589.7 (Magn. Mae., ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1399] ἡ, Gebet, Wunsch; κλύοντες, μάκαρες χθόνιοι, τῆσδε κατευχῆς Aesch. Ch. 470; neben σπονδαί Plut. Dion. 24.
Greek (Liddell-Scott)
κατευχή: ἡ, προσευχή, εὐχή, Αἰσχύλ. Χο. 477, Πλουτ. Δίων 24· ἐν τᾷ τᾶν κατευχᾶν ἁμέρᾳ, ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 3.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
vœu, prière.
Étymologie: κατεύχομαι.
Greek Monolingual
κατευχή, ἡ (Α) κατεύχομαι
προσευχή («ἀλλὰ κλύοντες μάκαρες χθόνιοι τῆσδε κατευχῆς», Αισχύλ.).
Greek Monotonic
κατευχή: ἡ, προσευχή, όρκος, σε Αισχύλ.