κλύμενος: Difference between revisions
Βουλῆς γὰρ ὀρθῆς οὐδὲν ἀσφαλέστερον → Nam tutior res nulla consilio bono → Denn nichts führt weniger irre als ein guter Rat
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κλύμενος]]- ένη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κλυτός]], [[ένδοξος]], φημισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[διαβόητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κλύμενος</i><br />[[θεός]] του [[κάτω]] κόσμου<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[κλύμενον]]<br />α.) [[ονομασία]] φυτού, τον καρπό του οποίου χρησιμοποιούσαν σε παρασκευάσματα θεραπευτικά σπληνικών διαταραχών<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κισσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κλύω]]. | |mltxt=[[κλύμενος]]- ένη, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[κλυτός]], [[ένδοξος]], φημισμένος<br /><b>2.</b> αυτός που έχει κακή [[φήμη]], [[διαβόητος]]<br /><b>3.</b> (<b>το αρσ. ως κύριο όν.</b>) <i>ὁ Κλύμενος</i><br />[[θεός]] του [[κάτω]] κόσμου<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo [[κλύμενον]]<br />α.) [[ονομασία]] φυτού, τον καρπό του οποίου χρησιμοποιούσαν σε παρασκευάσματα θεραπευτικά σπληνικών διαταραχών<br />β) <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[κισσός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κλύω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλύμενος:''' [ῠ], -η, -ον = [[κλυτός]], [[διάσημος]], σε Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
[ῠ], η, ον,
A = κλυτός, famous or infamous, Antim.68 (v. foreg. 4); ἔρως Theoc.14.26:—mostly as pr. n., Κλύμενος, god of the nether world, AP7.9 (Damag.), 189 (Aristodic.), Paus.2.35.4.
German (Pape)
[Seite 1457] part. syncop. von κλύω, wie κλυτός, gerühmt, gefeiert, Theocr. 14, 26; bes. poet. Beiwort des Gottes der Unterwelt, Paus. 2, 35, 9; Damaget. 5 (VII, 9); Aristodie. 2 (VII, 189); nach Suid. ὅτι πάντας προσκαλεῖται εἰς ἑαυτόν, weil er von Allen gehört wird. S. auch nom. pr.
Greek (Liddell-Scott)
κλύμενος: ῠ, η, ον, = κλυτός, ἔνδοξος (ἐπὶ καλοῦ) ἢ διαβόητος (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον ὄνομα, Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ κάτω κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
renommé, célèbre.
Étymologie: κλύω.
Greek Monolingual
κλύμενος- ένη, -ον (Α)
1. κλυτός, ένδοξος, φημισμένος
2. αυτός που έχει κακή φήμη, διαβόητος
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κλύμενος
θεός του κάτω κόσμου
4. το ουδ. ως ουσ. τo κλύμενον
α.) ονομασία φυτού, τον καρπό του οποίου χρησιμοποιούσαν σε παρασκευάσματα θεραπευτικά σπληνικών διαταραχών
β) (κατά τον Ησύχ.) κισσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλύω.