κατασκώπτω: Difference between revisions

From LSJ

ἔργοισι χρηστός, οὐ λόγοις ἔφυν μόνον → a friend in deeds, and not in words alone

Source
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατασκώπτω]] (AM)<br />[[περιγελώ]], [[εμπαίζω]] κάποιον.
|mltxt=[[κατασκώπτω]] (AM)<br />[[περιγελώ]], [[εμπαίζω]] κάποιον.
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατασκώπτω:''' μέλ. <i>-σκώψομαι</i>, κάνω αστεία εις [[βάρος]] κάποιου, [[αστειεύομαι]], [[κοροϊδεύω]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατασκώπτω Medium diacritics: κατασκώπτω Low diacritics: κατασκώπτω Capitals: ΚΑΤΑΣΚΩΠΤΩ
Transliteration A: kataskṓptō Transliteration B: kataskōptō Transliteration C: kataskopto Beta Code: kataskw/ptw

English (LSJ)

   A make jokes upon, τινα Hdt.2.173; mostly in bad sense, jeer, mock, Id.3.37, 151.

German (Pape)

[Seite 1379] fut. κατασκώψομαι, verspotten, τινά, Her. 2, 173. 3, 151.

Greek (Liddell-Scott)

κατασκώπτω: μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. ἐπισκώπτω), λέγω τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «πειράζω», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, ἐμπαίζω, ὁ αὐτ. 3. 37, 151.

French (Bailly abrégé)

se moquer de, acc..
Étymologie: κατά, σκώπτω.

Greek Monolingual

κατασκώπτω (AM)
περιγελώ, εμπαίζω κάποιον.

Greek Monotonic

κατασκώπτω: μέλ. -σκώψομαι, κάνω αστεία εις βάρος κάποιου, αστειεύομαι, κοροϊδεύω, σε Ηρόδ.