κλήθρα: Difference between revisions
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[σκλήθρα]] και κλέθρα, η, και [[σκλήθρος]], ο (Α [[κλήθρα]] και ιων. τ. κλήθρη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[σκλήθρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) <i>lutter</i>, <i>ludere</i>, <i>ludern</i> «[[κλήθρα]] τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. <i>kl</i><i>ā</i><i>dhr</i><i>ā</i> «[[κλήθρα]]»]. | |mltxt=και [[σκλήθρα]] και κλέθρα, η, και [[σκλήθρος]], ο (Α [[κλήθρα]] και ιων. τ. κλήθρη)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> το [[φυτό]] [[σκλήθρο]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ονομασία]] του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ [[εὐώδης]] [[κυπάρισσος]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) <i>lutter</i>, <i>ludere</i>, <i>ludern</i> «[[κλήθρα]] τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. <i>kl</i><i>ā</i><i>dhr</i><i>ā</i> «[[κλήθρα]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλήθρα:''' Ιων. -ρη, <i>ἡ</i>, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της [[σήμερα]] η [[σκλήθρα]], πιθ. [[alnus]], και αποκαλείται [[ακόμα]] <i>κλέθρα</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. κλήθ-ρη, ἡ,
A alder, Alnus glutinosa, Od.5.64, 239, Thphr. HP1.4.3, 3.3.1.
German (Pape)
[Seite 1450] ἡ, ion. κλήθρη, die Erle, Eller, Else; Od. 5, 239; Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
κλήθρα: Ἰων -ρη, ἡ, εἶδος δένδρου παρυδατίου, ὅπερ νῦν καλεῖται «σκλῆθρος» ἢ «κλέθρα», Ὀδ. Ε. 64, 239, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 4, 3., 3. 3, 1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
aune, arbre.
Étymologie: DELG -.
Greek Monolingual
και σκλήθρα και κλέθρα, η, και σκλήθρος, ο (Α κλήθρα και ιων. τ. κλήθρη)
νεοελλ.
βοτ. το φυτό σκλήθρο
αρχ.
ονομασία του γένους άλνος («κλήθρη τ' αἴγειρός τε καὶ εὐώδης κυπάρισσος», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με νέο άνω γερμ. (διαλεκτ. τ.) lutter, ludere, ludern «κλήθρα τών Άλπεων» και προέρχεται από τον ΙΕ τ. klādhrā «κλήθρα»].
Greek Monotonic
κλήθρα: Ιων. -ρη, ἡ, είδος θάμνου από τον οποίο πήρε το όνομά της σήμερα η σκλήθρα, πιθ. alnus, και αποκαλείται ακόμα κλέθρα, σε Ομήρ. Οδ.