κελευσμοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελευσμοσύνη]], ἡ (Α)<br />ιων. τ. του [[κέλευσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κελευσμός]].
|mltxt=[[κελευσμοσύνη]], ἡ (Α)<br />ιων. τ. του [[κέλευσμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[κελευσμός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελευσμοσύνη:''' ἡ, Ιων. αντί [[κέλευσμα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 23:56, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελευσμοσύνη Medium diacritics: κελευσμοσύνη Low diacritics: κελευσμοσύνη Capitals: ΚΕΛΕΥΣΜΟΣΥΝΗ
Transliteration A: keleusmosýnē Transliteration B: keleusmosynē Transliteration C: kelefsmosyni Beta Code: keleusmosu/nh

English (LSJ)

ἡ, Ion. for κελευσμός, κέλευσμα, Hdt.1.157.

German (Pape)

[Seite 1415] ἡ, ion., dasselbe, Her. 1, 157.

Greek (Liddell-Scott)

κελευσμοσύνη: ἡ, Ἰων. ἀντὶ τοῦ κελευσμός, κέλευσμα, κελευσμοσύνης Λυδοὶ τὴν πᾶσαν δίαιταν τῆς ζόης μετέβαλον Ἡρόδ. 1. 157.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. κελευσμός.

Greek Monolingual

κελευσμοσύνη, ἡ (Α)
ιων. τ. του κέλευσμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κελευσμός.

Greek Monotonic

κελευσμοσύνη: ἡ, Ιων. αντί κέλευσμα, σε Ηρόδ.