κριβανωτός: Difference between revisions
From LSJ
ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope
(21) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κριβανωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κλιβανωτός]]. | |mltxt=[[κριβανωτός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>βλ.</b> [[κλιβανωτός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κρῑβᾰνωτός:''' -ή, -όν = [[κριβανίτης]], σε Αριστοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
ή, όν,
A baked in a κρίβανος, hence κριβανωτός (sc. ἄρτος), ὁ, Alcm.20 (codd. Ath.), Ar.Pl.765; κ. ζῷα Eust.1286.19.
German (Pape)
[Seite 1508] = κριβανίτης; Alcm. bei Ath. III, 114 f; Eust.; Ar. Plut. 765.
Greek (Liddell-Scott)
κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν, ὀπτὸς ἐν κριβάνῳ· ἐντεῦθεν κριβανωτὸς (δηλ. ἄρτος), ὁ, Ἀλκμὰν 62, Ἀριστοφ. Πλ. 765 (ἄλλ. κριβανίτης)· κρ. ζῷα, ἀκέραια ζῷα ὠπτημένα ἐν κλιβάνῳ, Εὐστ. 1286. 19.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
cuit dans un four de campagne ; subst. ὁ κριβανωτός (ἄρτος) pain cuit au four de campagne, sorte de gâteau.
Étymologie: κρίβανος.
Greek Monolingual
κριβανωτός, -ή, -όν (Α)
βλ. κλιβανωτός.
Greek Monotonic
κρῑβᾰνωτός: -ή, -όν = κριβανίτης, σε Αριστοφ.