κρεουργηδόν: Difference between revisions

From LSJ

τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεουργηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρεουργός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. του τρόπου -<i>ηδόν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>φαλαγγ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=[[κρεουργηδόν]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b> κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κρεουργός]] <span style="color: red;">+</span> επιρρμ. κατάλ. του τρόπου -<i>ηδόν</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>φαλαγγ</i>-<i>ηδόν</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κρεουργηδόν:''' επίρρ., όπως [[σφαγέας]], σε κομμάτια, σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεουργηδόν Medium diacritics: κρεουργηδόν Low diacritics: κρεουργηδόν Capitals: ΚΡΕΟΥΡΓΗΔΟΝ
Transliteration A: kreourgēdón Transliteration B: kreourgēdon Transliteration C: kreourgidon Beta Code: kreourghdo/n

English (LSJ)

Adv.

   A like a butcher, in pieces, τοὺς ἄνδρας κ. διασπᾶν Hdt. 3.13 (Ion. κρεοργ-).

Greek (Liddell-Scott)

κρεουργηδόν: ὡς κρεουργός, εἰς τεμάχια, τοὺς ἄνδρας κρ. διασπᾶν Ἡρόδ. 3. 13.

French (Bailly abrégé)

adv.
par morceaux en parl. de chair, de viande.
Étymologie: κρεουργέω.

Greek Monolingual

κρεουργηδόν (Α)
επίρρ. κομματιαστά («τοὺς ἄνδρας κρεουργηδὸν διασπάσαντες», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρεουργός + επιρρμ. κατάλ. του τρόπου -ηδόν (πρβλ. βαθμ-ηδόν, φαλαγγ-ηδόν)].

Greek Monotonic

κρεουργηδόν: επίρρ., όπως σφαγέας, σε κομμάτια, σε Ηρόδ.