κυματωγή: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
(22)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α κυμοτωγή)<br />το [[σημείο]] της ακτής όπου σπάζουν τα κύματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σπάσιμο]] τών κυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυματο</i>-<i>αγή</i> με [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγή</i> «[[σπάσιμο]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]]»)].
|mltxt=η (Α κυμοτωγή)<br />το [[σημείο]] της ακτής όπου σπάζουν τα κύματα<br /><b>νεοελλ.</b><br />το [[σπάσιμο]] τών κυμάτων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κυματο</i>-<i>αγή</i> με [[συναίρεση]] <span style="color: red;"><</span> [[κῦμα]], -<i>α</i>-<i>τ</i>-<i>ος</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ἀγή</i> «[[σπάσιμο]]» (<span style="color: red;"><</span> [[ἄγνυμι]] «[[σπάζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κῡμᾰτωγή:''' ἡ ([[ἄγνυμι]]), [[μέρος]] στο οποίο ξεσπούν τα κύματα, [[παραλία]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῡμᾰτωγή Medium diacritics: κυματωγή Low diacritics: κυματωγή Capitals: ΚΥΜΑΤΩΓΗ
Transliteration A: kymatōgḗ Transliteration B: kymatōgē Transliteration C: kymatogi Beta Code: kumatwgh/

English (LSJ)

ἡ, (ἄγνυμι)

   A place where the waves break, beach, Hdt. 4.196,9.100, Luc.Herm.84, etc.: in pl., Democr.164.

German (Pape)

[Seite 1530] ἡ, Wogenbruch (ἄγνυμι) Brandung, die Stelle am Gestade, wo sich die Wellen brechen; Her. 4, 196. 9, 100; Luc. Navig. 9 u. öfter. Der Accent κυματώγη ist falsch, s. Lob. Paralip. p. 380.

Greek (Liddell-Scott)

κῡμᾰτωγή: ἡ, (ἄγνυμι) μέρος ἔνθα τὰ κύματα θραύονται, ἡ ἀκτή, Ἡρόδ. 4. 196., 9. 100, Λουκ. Ἑρμότ. 84, κτλ. (Πρβλ. κυματοαγής.)

Greek Monolingual

η (Α κυμοτωγή)
το σημείο της ακτής όπου σπάζουν τα κύματα
νεοελλ.
το σπάσιμο τών κυμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυματο-αγή με συναίρεση < κῦμα, -α-τ-ος + ἀγή «σπάσιμο» (< ἄγνυμι «σπάζω»)].

Greek Monotonic

κῡμᾰτωγή: ἡ (ἄγνυμι), μέρος στο οποίο ξεσπούν τα κύματα, παραλία, σε Ηρόδ.