κωλύμη: Difference between revisions
Βίος βίου δεόμενος οὐκ ἔστιν βίος → Non est vitalis vita victus indigens → Kein Leben ist ein Leben ohne Unterhalt
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κωλύμη]], ἡ (Α)<br />[[κώλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωλύ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γνώ</i>-<i>μη</i>, <i>επιστή</i>-<i>μη</i>)]. | |mltxt=[[κωλύμη]], ἡ (Α)<br />[[κώλυμα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κωλύ</i>-<i>ω</i> <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>μη</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>γνώ</i>-<i>μη</i>, <i>επιστή</i>-<i>μη</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κωλύμη:''' [ῡ], ἡ = [[κώλυμα]], <i>ἐπὶ κωλύμῃ</i>, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
[ῡ], ἡ,
A = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ for the purpose of hindering, Th.1.92; ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς . . εἰρχθῆναι by these impediments, Id.4.63; a poetical word in Th., cf. D.H.Amm. 2.3.
German (Pape)
[Seite 1542] ἡ, = κώλυμα, Thuc. 1, 92. 4, 63 u. Sp., wie Hdn. 8, 8, 12.
Greek (Liddell-Scott)
κωλύμη: ῡ, ἡ, = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, πρὸς τὸν σκοπὸν τοῦ νὰ ἐμποδίσῃ τις, Θουκ. 1. 92· ταῖς κ. ταύταις ἱκανῶς... εἰρχθῆναι, διὰ τῶν ἐμποδίων τούτων, ὁ αὐτ. 4. 63· ― Διον. ὁ Ἁλ. σημειοῦται τὴν λέξιν ταύτην ὡς Θουκυδίδειον, Περὶ τῶν Θουκυδίδου ἰδιωμάτων 3.
French (Bailly abrégé)
ης (ἡ) :
c. κώλυμα.
Greek Monolingual
κωλύμη, ἡ (Α)
κώλυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωλύ-ω + επίθημα -μη (πρβλ. γνώ-μη, επιστή-μη)].
Greek Monotonic
κωλύμη: [ῡ], ἡ = κώλυμα, ἐπὶ κωλύμῃ, για το σκοπό της παρεμπόδισης, σε Θουκ.