κωδωνοφορέω: Difference between revisions

From LSJ

ὑποκατακλίνομαι τοῦ εὶς πλέον ἐναντιοῦσθαι → desist from further opposition;

Source
(Bailly1_3)
(5)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire la ronde avec des clochettes;<br /><i><b>Moy.</b></i> κωδωνοφορέομαι-οῦμαι se faire accompagner de gens porteurs de cloches <i>ou</i> de trompettes.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φέρω]].
|btext=-ῶ :<br />faire la ronde avec des clochettes;<br /><i><b>Moy.</b></i> κωδωνοφορέομαι-οῦμαι se faire accompagner de gens porteurs de cloches <i>ou</i> de trompettes.<br />'''Étymologie:''' [[κώδων]], [[φέρω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κωδωνοφορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[μεταφέρω]] [[κουδούνι]], [[επισκέπτομαι]] τις σκοπιές, σε Αριστοφ. — Παθ., <i>ἅπαντα κωδωνοφορεῖται</i>, περιφέρεται το [[κουδούνι]] [[παντού]], δηλ. οι σκοπιές επισκέπτονται, στον ίδ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωδωνοφορέω Medium diacritics: κωδωνοφορέω Low diacritics: κωδωνοφορέω Capitals: ΚΩΔΩΝΟΦΟΡΕΩ
Transliteration A: kōdōnophoréō Transliteration B: kōdōnophoreō Transliteration C: kodonoforeo Beta Code: kwdwnofore/w

English (LSJ)

   A carry the bell round, inspect sentinels, Ar.Av.842, Nicopho 26, D.C.54.4:—Pass., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται Ar.Av.1160.    2 of a ship, carry a bell, Philostr.VA3.57.    II Pass., of a king, to be attended by men with bells, Str.15.1.58.

German (Pape)

[Seite 1541] Glocken od. Schellen tragen, wie die Runde, welche die Nachtwachen untersuchte (vgl. κώδων); Ar. Av. 842 u. 1160, wo πάντα φυλάττεται κύκλῳ, ἐφοδεύεται, κωδωνοφορεῖται vrbdn ist; Sp., wie D. C. 54, 4. – Strab. XV, 712 abdt τοὺς βασιλέας κωδωνοφορεῖσθαι καὶ τυμπανίζεσθαι κατὰ τὰς ἐξόδους, sie lassen sich Schellen od. Trompeten vortragen u. vorspielen.

Greek (Liddell-Scott)

κωδωνοφορέω: περιφέρω τὸν κώδωνα, ἐπιθεωρῶ τοὺς φρουρούς, Ἀριστοφ. Ὄρν. 842, Νικοφῶν ἐν Ἀδήλ. 7, Δίων Κ. 54. 4 (πρβλ. κώδων). ― Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, πανταχοῦκώδων περιφέρεται, δηλ. οἱ φρουροὶ ἐπιθεωροῦνται, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1160. ΙΙ. ἐπὶ βασιλέως ὑπηρετουμένου ὑπὸ ἀνθρώπων φερόντων κώδωνας, Στράβ. 712.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
faire la ronde avec des clochettes;
Moy. κωδωνοφορέομαι-οῦμαι se faire accompagner de gens porteurs de cloches ou de trompettes.
Étymologie: κώδων, φέρω.

Greek Monotonic

κωδωνοφορέω: μέλ. -ήσω, μεταφέρω κουδούνι, επισκέπτομαι τις σκοπιές, σε Αριστοφ. — Παθ., ἅπαντα κωδωνοφορεῖται, περιφέρεται το κουδούνι παντού, δηλ. οι σκοπιές επισκέπτονται, στον ίδ.