λευκανθίζω: Difference between revisions
αὔριον ὔμμε πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λευκανθίζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λευκαθίζω]]. | |mltxt=[[λευκανθίζω]] (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λευκαθίζω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λευκανθίζω:''' έχω [[λευκά]] [[άνθη]], γενικά είμαι [[λευκός]] ή [[γίνομαι]] [[λευκός]], σε Ηρόδ., Βάβρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
A v. λευκαθίζω.
German (Pape)
[Seite 33] weiß blühen, weiß schimmern; τὸν ἂν μὴ λευκανθίζοντα ἴδωνται, τοῦτον κτείνειν Her. 8, 27, wo γυψώσας ἄνδρας vorhergeht; λευκανθίζουσιν οἱ λόφοι, vom Schnee, Alciphr. 3, 30; λευκανθίζοντες ὀφθαλμοί S. Emp. pyrrh. 1, 44.
Greek (Liddell-Scott)
λευκανθίζω: ἔχω λευκὰ ἄνθη· καθόλου, εἶμαι λευκός, ἐπὶ ἀνθρώπων οἵτινες ἐλεύκαναν ἑαυτοὺς διὰ γύψου, Ἡρόδ. 8. 27· ἐπὶ χιονοσκεπῶν βουνῶν, Ἀλκίφρων 3. 30· χιόνι λευκανθίζουσας αἶγας Βαβρ. 45. 3· οἰκία λ. γύψῳ Στοβ. 74. 27. ΙΙ. οὕτω καὶ ἐν τῷ Παθ., Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 44, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. Θ΄, 5).
French (Bailly abrégé)
être blanchi, être blanc.
Étymologie: λευκανθής.
Greek Monolingual
λευκανθίζω (Α)
βλ. λευκαθίζω.
Greek Monotonic
λευκανθίζω: έχω λευκά άνθη, γενικά είμαι λευκός ή γίνομαι λευκός, σε Ηρόδ., Βάβρ.