ληξίαρχος: Difference between revisions
μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians
(23) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ληξίαρχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσιος]], [[δημοτικός]] ή [[κοινοτικός]] [[υπάλληλος]] ο [[οποίος]] τηρεί τα ληξιαρχικά βιβλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρχοντας]] στην Αθήνα ο [[οποίος]] ενέγραφε στο ληξιαρχικό [[βιβλίο]] τους ενηλικιούμενους νέους<br /><b>2.</b> [[αρχή]] στην Αθήνα που είχε ως [[έργο]] να ελέγχει αν οι Αθηναίοι μετέβαιναν, όπως είχαν [[καθήκον]], στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- του [[λήγω]], <b>[[πρβλ]].</b> [[λήξη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]). Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | |mltxt=ο (Α [[ληξίαρχος]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημόσιος]], [[δημοτικός]] ή [[κοινοτικός]] [[υπάλληλος]] ο [[οποίος]] τηρεί τα ληξιαρχικά βιβλία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[άρχοντας]] στην Αθήνα ο [[οποίος]] ενέγραφε στο ληξιαρχικό [[βιβλίο]] τους ενηλικιούμενους νέους<br /><b>2.</b> [[αρχή]] στην Αθήνα που είχε ως [[έργο]] να ελέγχει αν οι Αθηναίοι μετέβαιναν, όπως είχαν [[καθήκον]], στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ληξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ληξ</i>- του [[λήγω]], <b>[[πρβλ]].</b> [[λήξη]]) <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἄρχω]]). Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ληξίαρχος:''' ὁ, [[ανώτερος]] [[άρχοντας]] στην Αθήνα, ο [[οποίος]] κατέγραφε τα ονόματα των ενήλικων [[νέων]] δημοτών στο ληξιαρχικό [[βιβλίο]] του δήμου τους, όταν εκείνοι έμπαιναν στη νόμιμη [[ηλικία]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ, the officer at Athens who kept order in the ἐκκλησία, Poll.8.104.
German (Pape)
[Seite 40] in Athen derjenige Beamte bei jedem Demos, der die jungen, wahlfähigen Bürger in die Listen der Bürger einschreibenließ, Poll. 8, 104.
Greek (Liddell-Scott)
ληξίαρχος: ὁ, ἄρχων ἐν Ἀθήναις ὅστις ἐνέγραφε τοὺς ἐνήλικας νέους εἰς τὸ ληξιαρχικὸν βιβλίον τοῦ δήμου αὑτῶν, Πολυδ. Η΄, 104.
Greek Monolingual
ο (Α ληξίαρχος)
νεοελλ.
δημόσιος, δημοτικός ή κοινοτικός υπάλληλος ο οποίος τηρεί τα ληξιαρχικά βιβλία
αρχ.
1. άρχοντας στην Αθήνα ο οποίος ενέγραφε στο ληξιαρχικό βιβλίο τους ενηλικιούμενους νέους
2. αρχή στην Αθήνα που είχε ως έργο να ελέγχει αν οι Αθηναίοι μετέβαιναν, όπως είχαν καθήκον, στις συνεδριάσεις της εκκλησίας του δήμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληξι- (< θ. ληξ- του λήγω, πρβλ. λήξη) + -αρχος (< ἄρχω). Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.
Greek Monotonic
ληξίαρχος: ὁ, ανώτερος άρχοντας στην Αθήνα, ο οποίος κατέγραφε τα ονόματα των ενήλικων νέων δημοτών στο ληξιαρχικό βιβλίο του δήμου τους, όταν εκείνοι έμπαιναν στη νόμιμη ηλικία.