λινοῦς: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -oύv (AM λινοῡς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. [[λίνεος]], -έα, -ον, θηλ. και -έη) [[λίνον]]<br />κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, [[λινός]] («ίματίῳ λινῷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λινέη</i><br />[[μέτρο]], [[κορδέλα]] που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.
|mltxt=-ή, -oύv (AM λινοῡς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. [[λίνεος]], -έα, -ον, θηλ. και -έη) [[λίνον]]<br />κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, [[λινός]] («ίματίῳ λινῷ», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>ἡ λινέη</i><br />[[μέτρο]], [[κορδέλα]] που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐνοῦς:''' -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί [[λίνεος]].
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λινοῦς Medium diacritics: λινοῦς Low diacritics: λινούς Capitals: ΛΙΝΟΥΣ
Transliteration A: linoûs Transliteration B: linous Transliteration C: linoys Beta Code: linou=s

English (LSJ)

ῆ, οῦν, contr. for λίνεος.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνῃρ. ἀντὶ τοῦ λίνεος.

French (Bailly abrégé)

ῆ, οῦν :
v. λίνεος.

Greek Monolingual

-ή, -oύv (AM λινοῡς, -ῆ, -ούν, Α ασυναίρ. τ. λίνεος, -έα, -ον, θηλ. και -έη) λίνον
κατασκευασμένος από ίνες λιναριού, λινός («ίματίῳ λινῷ», Πλάτ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ λινέη
μέτρο, κορδέλα που χρησιμοποιούσαν στις οικοδομές.

Greek Monotonic

λῐνοῦς: -ῆ, -οῦν, συνηρ. αντί λίνεος.