μάλβαξ: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ μεταξὺ πέλει κύλικος καὶ χείλεος ἄκρου → there is many a slip twixt cup and lip, there's many a slip twixt cup and lip, there's many a slip 'twixt cup and lip, there's many a slip twixt the cup and the lip, there's many a slip 'twixt the cup and the lip
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μάλβαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />η [[μαλάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>malva</i> «[[μαλάχη]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>μαλάκη</i>)]. | |mltxt=[[μάλβαξ]], -ακος, ὁ (Α)<br />η [[μαλάχη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' [[επίδραση]] του λατ. <i>malva</i> «[[μαλάχη]]» (<b>βλ. λ.</b> <i>μαλάκη</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μάλβᾰξ:''' -ακος, ὁ, = [[μαλάχη]], σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ᾰκος, ὁ,
A = μαλάχη, Luc.Alex. 25.
German (Pape)
[Seite 89] ακος, ἡ, bei Luc. Alex. 25 erdichtetes Wort für μαλάχη.
Greek (Liddell-Scott)
μάλβαξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, Λουκ. Ἀλέξανδρ. 25.
French (Bailly abrégé)
ακος (genre inconnu);
c. μαλάχη.
Greek Monolingual
μάλβαξ, -ακος, ὁ (Α)
η μαλάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε πιθ. κατ' επίδραση του λατ. malva «μαλάχη» (βλ. λ. μαλάκη)].
Greek Monotonic
μάλβᾰξ: -ακος, ὁ, = μαλάχη, σε Λουκ.