λυσσώδης: Difference between revisions
Ὕπνος δὲ πάσης ἐστὶν ὑγίεια νόσου → Sopor est hominibus ipsa vitae sanitas → Genesung bringt von jeder Krankheit tiefer Schlaf
(23) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ες (Α [[λυσσώδης]], -ῶδες) [[λύσσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[λύσσα]], [[λυσσασμένος]]<br /><b>2.</b> [[λυσσαλέος]], [[μανιώδης]] (α. «[[λυσσώδης]] [[έχθρα]]<br />β. «[[λυσσώδης]] [[μάχη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λυσσώδες</i><br />η [[μανιώδης]] [[ορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται σε [[κατάσταση]] παραφροσύνης («[[λυσσώδης]] [[νόσος]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυσσωδώς</i><br />με λυσσώδη τρόπο, με ακατάβλητη [[ορμή]]. | |mltxt=-ες (Α [[λυσσώδης]], -ῶδες) [[λύσσα]]<br /><b>1.</b> αυτός που πάσχει από [[λύσσα]], [[λυσσασμένος]]<br /><b>2.</b> [[λυσσαλέος]], [[μανιώδης]] (α. «[[λυσσώδης]] [[έχθρα]]<br />β. «[[λυσσώδης]] [[μάχη]]»)<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το λυσσώδες</i><br />η [[μανιώδης]] [[ορμή]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που αναφέρεται σε [[κατάσταση]] παραφροσύνης («[[λυσσώδης]] [[νόσος]]», <b>Σοφ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>λυσσωδώς</i><br />με λυσσώδη τρόπο, με ακατάβλητη [[ορμή]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λυσσώδης:''' -ες ([[εἶδος]])·<br /><b class="num">1.</b> όμοιος με λυσσασμένο, [[μανιώδης]], μαινόμενος, λέγεται για πολεμική [[ορμή]], [[μανία]], παροξυσμό, σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που χαρακτηρίζεται από [[τρέλα]], [[μανία]], σε Σοφ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:12, 31 December 2018
English (LSJ)
ες,
A like one raging, frantic, of martial rage, Il.13.53. 2 of madness, λ. νόσος S.Aj.452; of Dionysus, E.Ba.981 (lyr.); τὸ λ. τῶν ἡδονῶν Plu.Fr.18.12.
Greek (Liddell-Scott)
λυσσώδης: -ες, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς λυσσῶντα, μανιώδης, μαινόμενος, ἐπὶ πολεμικῆς ὁρμῆς, Ἰλ. Ν. 53. 2) ἀνήκων εἰς μανίαν, λ. νόσος Σοφ. Αἴ. 452· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Εὐρ. Βάκχ. 980· τὸ λυσσῶδες = λύσσα, Φαβωρῖνος παρὰ Στοβ. 514. 13.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
1 semblable à un enragé;
2 semblable à la rage.
Étymologie: λύσσα, -ωδης.
English (Autenrieth)
Greek Monolingual
-ες (Α λυσσώδης, -ῶδες) λύσσα
1. αυτός που πάσχει από λύσσα, λυσσασμένος
2. λυσσαλέος, μανιώδης (α. «λυσσώδης έχθρα
β. «λυσσώδης μάχη»)
3. το ουδ. ως ουσ. το λυσσώδες
η μανιώδης ορμή
αρχ.
αυτός που αναφέρεται σε κατάσταση παραφροσύνης («λυσσώδης νόσος», Σοφ.).
επίρρ...
λυσσωδώς
με λυσσώδη τρόπο, με ακατάβλητη ορμή.
Greek Monotonic
λυσσώδης: -ες (εἶδος)·
1. όμοιος με λυσσασμένο, μανιώδης, μαινόμενος, λέγεται για πολεμική ορμή, μανία, παροξυσμό, σε Ομήρ. Ιλ.
2. αυτός που χαρακτηρίζεται από τρέλα, μανία, σε Σοφ., Ευρ.