μαρμαρωπός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥύου δὲ σαυτὸν παντὸς ἐκ φαύλου τρόπου → Ex omni more malefico tete eruas → Bewahre dich vor jeder üblen Lebensart

Menander, Monostichoi, 473
(24)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μαρμαρωπός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα [[μαρμαρωπός]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]], όψη»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρρεν</i>-<i>ωπός σκυθρ</i>-<i>ωπός</i>].
|mltxt=[[μαρμαρωπός]], -ή, -όν (Α)<br />αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα [[μαρμαρωπός]]», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μάρμαρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ωπός</i> (<i>ὤψ</i>, <i>ὠπός</i> «[[μάτι]], όψη»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αρρεν</i>-<i>ωπός σκυθρ</i>-<i>ωπός</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαρμᾰρωπός:''' -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαρμᾰρωπός Medium diacritics: μαρμαρωπός Low diacritics: μαρμαρωπός Capitals: ΜΑΡΜΑΡΩΠΟΣ
Transliteration A: marmarōpós Transliteration B: marmarōpos Transliteration C: marmaropos Beta Code: marmarwpo/s

English (LSJ)

όν,

   A with sparkling eyes, Λύσσα E.HF884 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

μαρμᾰρωπός: -όν, ἔχων μαρμαίροντας, ἀκτινοβολοῦντας ὀφθαλμούς, Λύσσα Εὐρ. Ἡρακλ. Μαιν. 883.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
dont le regard ou l’aspect pétrifie.
Étymologie: μάρμαρος, ὤψ.

Greek Monolingual

μαρμαρωπός, -ή, -όν (Α)
αυτός που έχει ακτινοβόλα, λαμπερά μάτια («Λύσσα μαρμαρωπός», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάρμαρος + -ωπός (ὤψ, ὠπός «μάτι, όψη»), πρβλ. αρρεν-ωπός σκυθρ-ωπός].

Greek Monotonic

μαρμᾰρωπός: -όν (ὤψ), αυτός που έχει σπινθηροβόλα μάτια, σε Ευρ.