μεταζεύγνυμι: Difference between revisions
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μεταζεύγνυμι]] (ΑM)<br />[[λύνω]] [[άλογο]] από τον [[ζυγό]] και το [[ζεύω]] σε [[άλλη]] [[άμαξα]] («ὁμοῡ δὲ τοῡ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] «[[ζεύω]]»]. | |mltxt=[[μεταζεύγνυμι]] (ΑM)<br />[[λύνω]] [[άλογο]] από τον [[ζυγό]] και το [[ζεύω]] σε [[άλλη]] [[άμαξα]] («ὁμοῡ δὲ τοῡ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», <b>Ξεν.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μετ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ζεύγνυμι]] «[[ζεύω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μεταζεύγνῡμι:''' [[δένω]] το [[ζευγάρι]] (ζώων που οργώνουν) σε [[άλλη]] [[άμαξα]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:16, 31 December 2018
English (LSJ)
A unyoke and put to another carriage, ἵππους X.Cyr. 6.3.21.
German (Pape)
[Seite 146] (s. ζεύγνυμι), umspannen, anders spannen, ἴππους, Xen. Cyr. 6, 3, 21.
Greek (Liddell-Scott)
μεταζεύγνῡμι: λύω ἀπὸ τοῦ ζυγοῦ καὶ ζευγνύω εἰς ἄλλην ἅμαξαν, Ξεν. Κύρ. 6. 3, 21.
French (Bailly abrégé)
atteler autrement.
Étymologie: μετά, ζεύγνυμι.
Greek Monolingual
μεταζεύγνυμι (ΑM)
λύνω άλογο από τον ζυγό και το ζεύω σε άλλη άμαξα («ὁμοῡ δὲ τοῡ ἀγῶνος ὄντος οὐδενὶ ἅρματι ἔτι καιρὸς τοὺς ἵππους μεταζευγνύναι», Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + ζεύγνυμι «ζεύω»].
Greek Monotonic
μεταζεύγνῡμι: δένω το ζευγάρι (ζώων που οργώνουν) σε άλλη άμαξα, σε Ξεν.