Μηδισμός: Difference between revisions
From LSJ
Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master
(6_15) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''Μηδισμός''': ὁ, τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Μήδων, εὐνοεῖν τοὺς Μήδους, Ἡρόδ. 4. 165., 8. 92, Θουκ. 1. 95, 135, κτλ. | |lstext='''Μηδισμός''': ὁ, τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Μήδων, εὐνοεῖν τοὺς Μήδους, Ἡρόδ. 4. 165., 8. 92, Θουκ. 1. 95, 135, κτλ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''Μηδισμός:''' ὁ, η [[ροπή]] κάποιου προς την [[πλευρά]] των Μήδων, να τους ευνοεί· [[Μηδισμός]] ([[προδοσία]]), σε Ηρόδ., Θουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:17, 31 December 2018
English (LSJ)
ὁ,
A leaning towards the Medes, Medism, Id.4.165, 8.92, Th.1.95, 135, D.23.205.
Greek (Liddell-Scott)
Μηδισμός: ὁ, τὸ φρονεῖν τὰ τῶν Μήδων, εὐνοεῖν τοὺς Μήδους, Ἡρόδ. 4. 165., 8. 92, Θουκ. 1. 95, 135, κτλ.
Greek Monotonic
Μηδισμός: ὁ, η ροπή κάποιου προς την πλευρά των Μήδων, να τους ευνοεί· Μηδισμός (προδοσία), σε Ηρόδ., Θουκ.