μηχανορράφος: Difference between revisions

From LSJ

περιστάσεις ἄνδρα δεικνύουσιν → circumstances show the man

Source
(25)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μηχανορράφος]], -ον)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που εφευρίσκει δόλια [[μέσα]], [[ραδιούργος]], [[δολοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιστιο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>νευρο</i>-<i>ρράφος</i>].
|mltxt=-ο (ΑΜ [[μηχανορράφος]], -ον)<br />(<b>ως ουσ. και ως επίθ.</b>) αυτός που εφευρίσκει δόλια [[μέσα]], [[ραδιούργος]], [[δολοπλόκος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μηχανή]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ρράφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ραφή]] <span style="color: red;"><</span> [[ράπτω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ιστιο</i>-<i>ρράφος</i>, <i>νευρο</i>-<i>ρράφος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μηχᾰνορράφος:''' -ον ([[ῥάπτω]]), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., [[μηχανορράφος]] κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μηχᾰνορράφος Medium diacritics: μηχανορράφος Low diacritics: μηχανορράφος Capitals: ΜΗΧΑΝΟΡΡΑΦΟΣ
Transliteration A: mēchanorráphos Transliteration B: mēchanorraphos Transliteration C: michanorrafos Beta Code: mhxanorra/fos

English (LSJ)

[ρᾰ], ον,

   A forming crafty plans, S.OT387: c. gen., μ. κακῶν crafty schemers of ill, E.Andr.447, cf. 1116.

Greek (Liddell-Scott)

μηχᾰνορράφος: -ον, ὁ παρασκευάζων πανοῦργα καὶ δόλια σχέδια, δολοπλόκος, Σοφ. Ο. Τ. 387· μετὰ γεν., μ. κακῶν, δόλιοι ἐργάται κακῶν, Εὐρ. Ἀνδρ. 447, πρβλ. 1116 - Καθ’ Ἡσύχ.: «μηχανορράφος· κατασκευαστής, ἐπινοητὴς κακῶν».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui trame des machinations.
Étymologie: μηχανή, ῥάπτω.

Greek Monolingual

-ο (ΑΜ μηχανορράφος, -ον)
(ως ουσ. και ως επίθ.) αυτός που εφευρίσκει δόλια μέσα, ραδιούργος, δολοπλόκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανή + -ρράφος (< ραφή < ράπτω), πρβλ. ιστιο-ρράφος, νευρο-ρράφος].

Greek Monotonic

μηχᾰνορράφος: -ον (ῥάπτω), αυτός που ασχολείται με δολοπλοκίες, σε Σοφ.· με γεν., μηχανορράφος κακῶν, δόλιοι πρωταίτιοι συμφορών, σε Ευρ.