μουσοχαρής: Difference between revisions

From LSJ

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
(26)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μουσοχαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που αγαπά την [[ποίηση]] και, γενικά, τις τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>χαρής</i>].
|mltxt=[[μουσοχαρής]], -ές (Α)<br />αυτός που αγαπά την [[ποίηση]] και, γενικά, τις τέχνες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μοῦσα]] <span style="color: red;">+</span> -<i>χαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χαίρω]]), <b>πρβλ.</b> <i>θεο</i>-<i>χαρής</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μουσοχᾰρής:''' -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουσοχᾰρής Medium diacritics: μουσοχαρής Low diacritics: μουσοχαρής Capitals: ΜΟΥΣΟΧΑΡΗΣ
Transliteration A: mousocharḗs Transliteration B: mousocharēs Transliteration C: mousocharis Beta Code: mousoxarh/s

English (LSJ)

ές,

   A delighting in the Muses or in poetry, βίοτος AP9.411 (Maec.); μουσόχορος is prob. f.l. for -χαρής in Cat.Cod.Astr.8(4).214.

German (Pape)

[Seite 211] ές, sich der Musen od. Musenkünste freuend, βίοτος, Qu. Maec. 1 a (IX, 411).

Greek (Liddell-Scott)

μουσοχᾰρής: -ές, ὁ ταῖς Μούσαις χαίρων, ἢ ὁ φιλῶν τὴν ποίησιν, Ἀνθ. Π. 9. 411.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui aime les Muses.
Étymologie: μοῦσα, χαίρω.

Greek Monolingual

μουσοχαρής, -ές (Α)
αυτός που αγαπά την ποίηση και, γενικά, τις τέχνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοῦσα + -χαρής (< χαίρω), πρβλ. θεο-χαρής].

Greek Monotonic

μουσοχᾰρής: -ές, αυτός που ευχαριστιέται με τις τέχνες που προστατεύουν οι Μούσες, σε Ανθ.