μονοτράπεζος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία γάρ ἐστι καὶ μαθεῖν, ὃ μὴ νοεῖς → Et discere id, quod nescias, aspienta est → Zu lernen fordert Weisheit auch, was du nicht weißt

Menander, Monostichoi, 481
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονοτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα [[τραπέζι]] («[[ξένια]] μονοτράπεζά μοι παρέσχον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-<i>τράπεζος</i>].
|mltxt=[[μονοτράπεζος]], -ον (Α)<br />αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα [[τραπέζι]] («[[ξένια]] μονοτράπεζά μοι παρέσχον», <b>Ευρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τράπεζος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τράπεζα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ομο</i>-<i>τράπεζος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μονοτράπεζος:''' -ον ([[τράπεζα]]), αυτός που κάθεται σε ξεχωριστό [[τραπέζι]], σε Ευρ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονοτράπεζος Medium diacritics: μονοτράπεζος Low diacritics: μονοτράπεζος Capitals: ΜΟΝΟΤΡΑΠΕΖΟΣ
Transliteration A: monotrápezos Transliteration B: monotrapezos Transliteration C: monotrapezos Beta Code: monotra/pezos

English (LSJ)

[ᾰ], ον,

   A at a solitary or separate table, ξένια E.IT949.

German (Pape)

[Seite 205] allein zueinem Tische gehörig, ξένια, Eur. I. T. 949.

Greek (Liddell-Scott)

μονοτράπεζος: -ον, ὁ ἐν μιᾷ ἢ ἐν χωριστῇ τραπέζῃ, ξένια Εὐρ. Ι. Τ. 949.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qu’on laisse seul à table.
Étymologie: μόνος, τράπεζα.

Greek Monolingual

μονοτράπεζος, -ον (Α)
αυτός που παρέχεται σε ξεχωριστό από τα άλλα τραπέζιξένια μονοτράπεζά μοι παρέσχον», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος].

Greek Monotonic

μονοτράπεζος: -ον (τράπεζα), αυτός που κάθεται σε ξεχωριστό τραπέζι, σε Ευρ.