μουσουργία: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
(26) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (ΑΜ [[μουσουργία]], Α ιων. τ. μουσουργίη) [[μουσουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[σύνθεση]] μουσικών έργων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μελοποιία]]. | |mltxt=η (ΑΜ [[μουσουργία]], Α ιων. τ. μουσουργίη) [[μουσουργός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[σύνθεση]] μουσικών έργων<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[μελοποιία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μουσουργία:''' ἡ, η [[τέχνη]] του τραγουδιού, η [[συγγραφή]] της ποίησης, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:24, 31 December 2018
English (LSJ)
ἡ,
A singing, making poetry, Luc.Vit.Auct.3, Corp.Herm.18.6.
German (Pape)
[Seite 211] ἡ, das Spielen, Singen, Dichten, Luc. Vit. auct. 3 astrol. 10.
Greek (Liddell-Scott)
μουσουργία: ἡ, τὸ ἔργον τοῦ μουσουργοῦ, μελοποιΐα, ποίησις, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 3.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
chant, poésie.
Étymologie: μουσουργός.
Greek Monolingual
η (ΑΜ μουσουργία, Α ιων. τ. μουσουργίη) μουσουργός
νεοελλ.
η σύνθεση μουσικών έργων
μσν.-αρχ.
μελοποιία.
Greek Monotonic
μουσουργία: ἡ, η τέχνη του τραγουδιού, η συγγραφή της ποίησης, σε Λουκ.