Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μισθάριον: Difference between revisions

From LSJ

Τοὺς τῆς φύσεως οὐκ ἔστι λανθάνειν (μανθάνειν) νόμους → Legibus naturae non potest evadier → Naturgesetze keiner insgeheim verletzt

Menander, Monostichoi, 492
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (Α [[μισθάριον]]) [[μισθός]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]], [[πενιχρός]] [[μισθός]]<br /><b>2.</b> εξευτελιστική [[πληρωμή]].
|mltxt=το (Α [[μισθάριον]]) [[μισθός]]<br /><b>1.</b> [[μικρός]], [[πενιχρός]] [[μισθός]]<br /><b>2.</b> εξευτελιστική [[πληρωμή]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μισθάριον:''' [ᾰ], τό, υποκορ. του [[μισθός]], μικρή [[αμοιβή]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 00:24, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μισθάριον Medium diacritics: μισθάριον Low diacritics: μισθάριον Capitals: ΜΙΣΘΑΡΙΟΝ
Transliteration A: misthárion Transliteration B: mistharion Transliteration C: mistharion Beta Code: misqa/rion

English (LSJ)

[ᾰ], τό, Dim. of μισθός,

   A small fee, Ar.V.300, Eup.432, Men.303, AP11.154 (Lucill.): pl., wretched fees, Hp.Praec.7, cf. PTeb.413.13 (ii/iii A. D.).

German (Pape)

[Seite 190] τό, dim. von μισθός; Ar. Vesp. 300; Lucill. 4 (XI, 154).

Greek (Liddell-Scott)

μισθάριον: [ᾰ], τό, ὑποκορ. τοῦ μισθός, ὀλίγος, μικρὸς μισθός, Ἀριστοφ. Σφ. 300, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 123.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
modique salaire, petite récompense.
Étymologie: μισθός.

Greek Monolingual

το (Α μισθάριον) μισθός
1. μικρός, πενιχρός μισθός
2. εξευτελιστική πληρωμή.

Greek Monotonic

μισθάριον: [ᾰ], τό, υποκορ. του μισθός, μικρή αμοιβή, σε Αριστοφ.